Πώς είχε προετοιμαστεί για την επίθεση η ελληνική πλευρά και με ποιους τρόπους κινήθηκε πριν από την ιταλική εισβολή
Σε
εθνικές επετείους όπως είναι η σημερινή πολλοί είναι εκείνοι που νομίζουν ότι
μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία αναλόγως με την πολιτική σκοπιά υπό την
οποία αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Τα ντοκουμέντα και η ιστορική αλήθεια όμως
αποδεικνύουν κάτι άλλο: οι Έλληνες στάθηκαν αντάξιοι της περιστάσεως και
στάθηκαν απέναντι σε τέσσερις στρατούς, τον Ιταλικό, τον Αλβανικό, το Γερμανικό
και τον Βουλγαρικό.
Όταν πέρυσι τέτοιο
καιρό γράψαμε για την Ελλάδα που αντιτάχθηκε σε τέσσερις στρατούς,
ορισμένοι έσπευσαν να εξετάσουν το κείμενο κάτω από το μικροσκόπιο της
κομματικής πειθαρχίας τους. Μόνο που δεν έγραψαν σελίδες δόξας και τιμής τα
κόμματα κατά τη διάρκεια της εποποιΐας 1940 – 1941.
Η αρνητική απάντηση
του Ιωάννου Μεταξά
στον Ιταλό πρέσβυ Εμμανουέλε Γκράτσι
στα περί ελευθέρας διελεύσεως του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική
μεθόριο ήταν το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής που ακολουθούσε η
Αθήνα. Κανείς σοβαρός ιστορικός δεν μπορεί να παραβλέψει την πολιτική αμυντικής
προπαρασκευής που δρομολογήθηκε ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο
δεν μπορεί να λάβει και υπ' όψιν του το
σόφισμα που λέει ότι ο λαός είπε το «Όχι».
Όποιος νομίζει ότι η
παντοδύναμη ιταλική πολεμική μηχανή αντιμετωπίστηκε με τα τσαρούχια, τις ιαχές
για «Αέρα», τα εμψυχωτικά τραγούδια της Σοφίας
Βέμπο και τα επιθεωρησιακά καλαμπούρια επιεικώς θα εκαλείτο
αφελής. Βοήθησαν στην πίστη και στο ηθικό του λαού και κυρίως των
επιχειρησιακών δυνάμεων αλλά υπήρχαν και οι κατάλληλες συνθήκες. (σ.σ. Καλό θα
ήταν να αναλογιστεί κανείς πώς στην
εποχή της «αρνησιπατρίας» όπως την καλλιεργούν κάποιες
αμφίβολες φωνές υποτιθέμενων ειδικών και επιστημόνων όπως η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ
κ. Μαρία Ρεπούση
πώς όλα αυτά θα οδηγούσαν σε αντίθετα αποτελέσματα).
Σε αναλυτικό άρθρο
του τέως καθηγητή στη Σχολή Ευελπίδων, του ταξιάρχου ε.α. κ. Χαράλαμπου Νικολάου αναφέρεται ότι λίγες
εβδομάδες μετά την πτώση της κυβέρνησης του Ελευθερίου
Βενιζέλου το 1932, ο διάδοχός του στον πρωθυπουργικό θώκο Παναγής Τσαλδάρης ζήτησε πλήρη
αποτύπωση των αναγκών για την Εθνική Άμυνα της χώρας. Στις 14 Δεκεμβρίου 1932
συνεδρίασε το Ανώτατο Στρατιωτικό
Συμβούλιο και ύστερα από πολύωρη εργασία εξέδωσε το πρακτικό
υπ' αριθμόν 122.
Πρόβλεψη
από το 1934
Με 15 λέξεις η
στρατιωτική ηγεσία περιέγραψε την κατάσταση στον πρωθυπουργό Τσαλδάρη. «Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η κατάσταση της
αμύνης της χώρας είναι αυτόχρημα τραγική»,
αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στο
γεωστρατηγικό περιβάλλον της περιοχής και την ανάγκη καθορισμού συγκεκριμένης
εθνικής στρατηγικής, ο δημοσιογράφος κ. Γιώργος
Λεονταρίτης έχει επισημάνει σε άρθρο του ότι ο Ιωάννης Μεταξάς
είχε προβλέψει τις επεκτατικές προθέσεις
της Ιταλίας ήδη από τον Ιανουάριο του 1934.
Επί του συγκεκριμένου
ζητήματος προέκυψε πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ιωάννη Μεταξά και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Με δηλώσεις του
στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα»
στις 14 Απριλίου 1934 ο πρώην πρωθυπουργός επισήμανε: «η Ελλάς δεν απειλείται από επίθεσιν καμμιάς Μεγάλης
Δυνάμεως ούτε άλλου οιουδήποτε εξωβαλκανικού κράτους»
ενώ ισχυρίσθηκε ότι η χώρα μας ήταν εντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει
στρατιωτικώς την Ιταλία.
Σε δημοσίευμα της
εφημερίδας «Ακρόπολις»
μερικές ημέρες αργότερα γίνει λόγος περί επιθυμίας του Βενιζέλου να
εξασφαλισθεί η ουδετερότητα της Ελλάδος σε περίπτωση γενικότερου ευρωπαϊκού
πολέμου. Όλη αυτή η σύγχυση οδήγησε στο
γνωστό «Κίνημα Βενιζέλου», την 1η Μαρτίου 1935, το οποίο
εκδηλώθηκε με το πρόσχημα να προστατευθεί η αβασίλευτη Δημοκρατία.
Μετά την αποτυχημένη
πραξικοπηματική ενέργεια των Βενιζέλου, Νικολάου
Πλαστήρα (που ήταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι ήδη από το 1933)
και των στρατηγών Αν. Παπούλα και
Στυλιανού Γονατά, ο
πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης
αντέδρασε δυναμικά και ανέθεσε την καταστολή του Κινήματος στον τότε υπουργό
επί των Στρατιωτικών Γεώργιο Κονδύλη.
Τότε προσέλαβε ως υπουργό Άνευ Χαρτοφυλακίου τον Ιωάννη Μεταξά.
Ο Βενιζέλος κατέφυγε
στην ιταλοκρατούμενη τότε Κάσο ζητώντας πολιτικό άσυλο και στη συνέχεια
αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, εκατοντάδες φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί αποτάχθηκαν
και φυσικά απεδείχθη η γυμνότητα του κράτους
και των Ενόπλων Δυνάμεων εκείνη την εποχή.
Όπως φαίνεται στην
έκθεση στρατηγικής καταστάσεως που συνέταξαν τον Οκτώβριο του 1935 οι τρεις
αρχηγοί των Επιτελείων (ΓΕΣ αντιστράτηγος
Χασαπίδης, ΓΕΝ υποναύαρχος Οικονόμου και ΓΕΑ συνταγματάρχης Χατζής) οι
αξιωματικοί αγόραζαν κουβέρτες για τους επίστρατους στρατιώτες από εμπορικά
καταστήματα της οδού Σταδίου, ενώ ζητήθηκαν έναντι δανεισμού από τη
Γιουγκοσλαβία ένα πολεμικό αεροσκάφος και υλικό πολέμου!
Η
ανασυγκρότηση
Αυτή ήταν η Ελλάδα
πέντε χρόνια πριν από την έναρξη της εποποιΐας απέναντι στις ορδές Ιταλών,
Αλβανών, Γερμανών και Βουλγάρων. Από τη στιγμή που ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Γεώργιος Κονδύλης, άρχισε η προσπάθεια
αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού του Στρατεύματος.
Μέσα σε σύντομο
διάστημα έγιναν ενέργειες που δεν μπορούσαν να φανταστούν οι αξιωματικοί της
εποχής. Έγινε σχεδιασμός οχυρωματικών έργων σε όλη την επικράτεια, ενισχύθηκε η
εγχώρια παραγωγή αμυντικού υλικού και συντάχθηκε συγκεκριμένο εξοπλιστικό
πρόγραμμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι
βιομηχανίες όπως η ΠΥΡΚΑΛ του Πρόδρομου
Αθανασιάδη – Μποδοσάκη προχώρησαν στην παραγωγή υλικού αλλά και στην
ανάπτυξη νέων όπλων όπως το πρωτοποριακό
πολυβόλο ΕΡΚ.
Αυτή η αναπτυξιακή
πρωτοβουλία συνοδεύτηκε από
επενδύσεις για την κατασκευή κινητήρων εσωτερικής καύσεως
(πετρελαιομηχανές), αμαξώματα, λέβητες, ανταλλακτικά αεροσκαφών και άλλα. Σε
δύο χρόνια η διαλυμένη Ελλάδα από τις εσωτερικές έριδες έφθασε να κάνει
εξαγωγές ακόμα και σε πολεμικό υλικό προς την Ισπανία.
Στον τόμο «Η προς
πόλεμο προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού» που εκδόθηκε το 1960 από το ΓΕΣ
αναφέρεται ότι με το σχέδιο ανασυγκροτήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων παραγγέλθηκαν
τριακόσια πολεμικά αεροσκάφη! Μετά το ξέσπασμα του πολέμου μάλιστα οι Βρετανοί
δεν παρέδωσαν 90 αεροσκάφη «Χάρικειν» και «Σπιτφάιρ», αν και είχαν ήδη
παραληφθεί 130 νέα σχετικά αεροσκάφη αναγνωρίσεως, βομβαρδισμού (PZL, Potez),
διώξεως και 75 εκπαιδευτικά, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού.
Όσον αφορά στα
οχυρωματικά έργα, που ήταν επίγεια και υπόγεια κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών
συνόρων, ο προγραμματισμός ολοκληρώθηκε το 1935 και την επόμενη χρονιά άρχισε η
κατασκευή τους από την Κερκίνη. Κατασκευάσθηκαν
21 οχυρά από τον Νοέμβριο του 1936 έως τον Ιούλιο του 1940
κόστους 1,5 δισ. δραχμών (σ.σ. ίσο με 58,5 δισ. ευρώ σε τιμές 2002).
Η οχυρωματική αυτή
γραμμή που έλαβε το όνομά της από τον σχεδιαστή και δημιουργό της, τον τότε
πρωθυπουργό και υπουργό Εθνικής Άμυνας Ιωάννη Μεταξά. Αποτελούνταν κυρίως από
υπόγειες σήραγγες που περιελάμβαναν επιμέρους επίγεια οχυρά συγκροτήματα, με
παρατηρητήρια, πυροβολεία και πολυβολεία, υδραγωγεία καθώς και μία τεράστια
ανάπτυξη αντιαρματικών τάφρων, ζωνών αντιαρματικών σιδηροπηγμάτων και
σκυροδέματος σε διπλές και τριπλές γραμμές ανάσχεσης. Θεωρείται το μεγαλύτερο οχυρωματικό έργο της νεώτερης
ιστορίας.
Ως σήμερα, όταν οι
αξιωματικοί αναφέρονται στη Μάχη των Οχυρών του 1941 λένε: «Η γραμμή Μαζινώ έπεσε ενώ η γραμμή Μεταξά παραδόθηκε».
Μετά
την «Έλλη»
Ο τορπιλισμός του
ευδρόμου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940
δεν βρήκε απροετοίμαστη την ελληνική ηγεσία. Κάθε άλλο! Απλώς δεν χρειαζόταν
επιπόλαιη αντίδραση. Όλοι γνώριζαν ποιο ήταν το αγνώστου ταυτότητος υποβρύχιο
που έπληξε το ελληνικό πολεμικό σκάφος στα ανοικτά της Τήνου. Χαρακτηριστικές
είναι οι αναφορές στο προοίμιο του δίτομου έργου για τον «Ελληνική Εποποιΐα
1940 – 1941» από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ.
Με πολύ έξυπνο τρόπο
η τότε ηγεσία απέρριψε τις εισηγήσεις περί γενικής επιστρατεύσεως ώστε να μην
προκαλέσει αντιδράσεις. Αντ' αυτού προχώρησε σε μυστικές επιστρατεύσεις
συγκεκριμένων μονάδων στο πλαίσιο ασκήσεων, οι οποίες εκτελούνταν με λεπτομερή
σχέδια επιχειρήσεων με τη διαδικασία και τις συνθήκες που είχαν ακολουθηθεί
στους Βαλκανικούς Πολέμους. Χαρακτηριστική είναι η λογομαχία ανάμεσα στον Μεταξά
και τον στρατηγό Πιτσίκα
που ήταν υπεύθυνος για την επιστράτευση στη Δυτική Μακεδονία, τον Σεπτέμβριο
του 1940.
Η
αρνητική απάντηση του Μεταξά λοιπόν, αντικειμενικά δεν μπορεί να θεωρηθεί μια
απόφαση της στιγμής. Ο ηρωικός υποστράτηγος της Μεραρχίας Ηπείρου Χ.
Κατσιμήτρος κινήθηκε βάσει του σχεδιασμού.
Όταν έπεσε ο πρώτος
νεκρός Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Τσιαβαλάρης
στο Φυλάκιο 21 του 51ου Συντάγματος, άρχισε ένας τιτάνειος αμυντικός αγώνας. Η
σχεδιασμένη υποχώρηση από τη θέση Ελαίας – Καλαμά έφερε κέρδος χρόνου για την
αντεπίθεση, με την οποία απελευθερώθηκε για δεύτερη φορά η Βόρειος Ήπειρος και
έστειλε τον πανίσχυρο ιταλικό στρατό στη θάλασσα.
Όπως γράφει ο Κωστής Παλαμάς, «η μεγαλοσύνη των Εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
Αρκεί να έχει την
κατάλληλη ηγεσία.