Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Καμπαναριό Αγ. Σωτήρας Παλιάς Κοκκινιάς... Η άγνωστη ιστορία των 100 χρόνων του! (φωτο)



Του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την κατασκευή και τη λειτουργία του ιστορικού κωδωνοστασίου που βρίσκεται στον περίβολο του ιστορικού ναού της Θείας Μεταμορφώσεως στην Παλιά Κοκκινιά. Η ιστορία του καμπαναριού είναι συγκινητικά απλή, ανθρώπινη και αληθινή.


Από την ίδρυση του Πειραιά το 1835 ως τότε, το 1914, η Παλιά Κοκκινιά ήταν ακόμα εξοχή. Έλεγαν για πλάκα ότι ανέβαιναν εκδρομή στα «βόρεια προάστεια» του Πειραιά, στην Κοκκινάδα, Βάρη ή Ξυπετή, όπως έλεγαν την Παλιά Κοκκινιά οι παλιοί περιβολάρηδες. Τότε, ακόμα καλλιεργούσαν τα χωράφια παραπλεύρως από τις γραμμές των τρένων, από τη Φαλήρου μέχρι τους δρόμους που βρίσκονταν κάποτε τα βυρσοδεψεία. Παρακάτω ήταν ο «γουρουνόλακκος», τα σημερινά Καμίνια.


Επειδή η περιοχή ήταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας μάζευε λιμνάζοντα ύδατα από τον Οκτώβριο μέχρι τα τέλη του Απριλίου. Εκεί έφτιαχναν ξύλινα παραπήγματα για τα ζώα ή άφηναν τα κάρα όταν τελείωναν οι δουλειές του λιμανιού. Τότε ο οικισμός των Καμινίων λεγόταν Κάτω Βάρη και βρισκόταν γύρω από το ναό του Αγίου Ελευθερίου.



Πώς ήταν η περιοχή



«Στα Καμίνια εκείνη την εποχή έβλεπες άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, γουρούνια, κότες και… κουνούπια!»,θυμόταν η Ζαχαρούλα Δρακούλη, η οποία καθόταν στην υπέροχη αυλή που διατηρούσε στη δεύτερη πάροδο της οδού Λεβαδείας. Χάρη στη Ζαχαρούλα και στην Κατίνα Καππή έχουν διασωθεί οι αφηγήσεις για το καμπαναριό της «Αγίας Σωτήρας».

Εκείνη την εποχή, η Παλιά Κοκκινιά ήταν πραγματικά ένα χωριουδάκι παραέξω από τον Πειραιά. Είχε λίγες οικογένειες που ήταν όμως ευκατάστατες εξαιτίας της ενασχόλησής τους με τις αγροτικές εργασίες, τις μεταφορές εμπορευμάτων και το εμπόριο.

Υπήρχαν οικογένειες που είχαν αγοράσει απίστευτες εκτάσεις μέχρι τις όχθες του Κηφισού, στις οποίες τα καλοκαίρια πήγαιναν για μπάνιο ή για ψάρεμα στις εκβολές του. Είχαν πετύχει να απομακρύνουν το συνοικιακό νεκροταφείο που εκτεινόταν από το σημείο που βρίσκεται σήμερα η πλατεία στη λεωφόρο Θηβών και έφτανε μέχρι τη Μεγάρων, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο παλιός ναός των Αγίων Αναργύρων και οι προσφυγικές πολυκατοικίες.

Παράρτημα εκείνου του νεκροταφείου είναι το οθωμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο που διατηρείται μέχρι σήμερα επί της Δομοκού. Λίγο παραπάνω βρισκόταν το στρατόπεδο «Βελισσαρίου», το οποίο κάλυπτε το γεωγραφικό σημείο από τη Μεγάρων μέχρι τη στροφή από Βαλερίου Στάη προς Μπελογιάννη και κατέβαινε μέχρι το σημείο που η οδός 25ης Μαρτίου βρίσκει τη Μεγάρων.



Πώς άρχισαν οι έρανοι



Στην Παλιά Κοκκινιά λειτουργούσε από το 1869 ο συνοικιακός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και συγκέντρωνε τόσο κόσμο, ώστε πολλοί εκκλησιάζονταν απ’ έξω. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1910 ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται αργά και σταθερά. Τις Κυριακές μετά τη Λειτουργία, όλοι απολάμβαναν την ομορφιά της εξοχής κάτω από τα τεράστια πεύκα, τους ευκάλυπτους, τα κυπαρίσσια και τις λεύκες.

Ένας μεγαλοεστιάτορας του Πειραιά, ο Κωσταντέλλος έμενε στη Λεβαδείας και Θηβών. Σύμφωνα με την Ζαχαρούλα Δρακούλη ήταν ο πρώτος που έπεισε τον παπα-Γιώργη Κυρίκου να ζητήσει σε έρανο λεφτά για να αγιογραφηθεί ο ναός. Πρέπει να ήταν ένα ή δυο χρόνια πριν ξεσπάσουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.

Έτσι άρχισε η πρώτη αγιογράφηση του παλαιού ναού, μεγάλο μέρος του οποίου διατηρείται έως σήμερα. Λέγεται ότι ο ίδιος καλλιτέχνης που αγιογράφησε την Αγία Ειρήνη στην οδό Αιόλου της Αθήνας κατέβαινε στην Κοκκινιά να φτιάξει τις αγιογραφίες του ναού. Εξαίρεση αποτελούν οι αγιογραφίες που φιλοτέχνησε ο μοναδικός Φώτης Κόντογλου κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπροστά στο ιερό και στα τόξα πίσω από τα ψαλτήρια.

Όταν άρχισε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, ο αείμνηστος Δημήτριος Κουμούσης πήρε την πρωτοβουλία να αρχίσει ένας νέος έρανος για να ανοικοδομηθεί το κωδωνοστάσιο. Η αρχική αντίδραση της ενορίας ήταν υποτονική.



Ο έξυπνος παπάς



«Όταν άρχισε ο στρατός να απελευθερώνει τη Μακεδονία, βυθίστηκε το ‘Φετχί Μπουλέντ’ μέσα στο Θερμαϊκό από το ηρωϊκό πλήρωμα του Βότση κι όταν υψώθηκε η ελληνική σημαία στη Θεσσαλονίκη άλλαξε το κλίμα. Έξυπνος ο παπα-Γιώργης οργάνωσε ολονυκτίες για να προσεύχονται όλοι ώστε όσοι δικοί μας βρίσκονταν στο μέτωπο να είναι καλά. Μόλις τελείωνε το «δι’ ευχών» έλεγε «άντε λίγο ακόμα και θα λευτερωθεί κι η Πόλη, αλλά δώστε κανένα φράγκο να κάμουμε καμπαναριό», θυμόταν η Κατίνα Καππή που ήταν κόρη αξιωματικού του Ναυτικού που είχε πάρει μέρος στις επιχειρήσεις.

Η κυρά-Κατίνα, όπως τη φωνάζαμε, είχε έναπαμπάλαιο δυώροφο σπίτι με χαγιάτι στην οδό Θηβών 87. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όταν ήταν κοπελίτσα είχε καψουρευτεί ένα χασαπάκι με φτιαγμένο μαλλί και μουστάκι, ποδήλατο, όμορφα σκαρπίνια και χέρια με μακρυά δάκτυλα σαν να έπαιζε πιάνο.

Ασίκης ο τύπος κατάλαβε τα νοήματα, την φλέρταρε και τελικά κατάφερε να πάρει ό,τι πολυτιμότερο είχε η Κατίνα. Τελικά, προτίμησε να μείνει ανύπαντρη παρά να ντροπιαστεί την πρώτη νύχτα του γάμου…

Ήμουν – δεν ήμουν 14 ετών όταν ” διένειμα καφέδες“Santos” και ζάχαρες από το καφεκοπτείο του θείου μου, του Δημήτρη σε όλον τον Πειραιά, με ένα κόκκινο ποδήλατο “Mercier. Όποτε πήγαινα στην 80χρονη κυρά Κατίνα έκανα αρμένικη βίζιτα.

Τα καλοκαίρια ανέβαζε τα ξύλινα συρόμενα παράθυρα του χαγιατιού, έφτιαχνε καφέ κι έβαζε λουκούμια Σύρου σε ένα πιατάκι. «Κάτσε να σου πω…», μου έλεγε. Λες και το είχε τάμα, πάντα κοιτούσε την κορνίζα με την φωτογραφία που έδειχνε τον πατέρα της με στολή, τη μάνα της με επίσημο φόρεμα, τον αδελφό της Πέτρο κι εκείνη πιτσιρίκα.



Ποιοι άρχισαν να δίνουν



«Ο παππούς του Δημητράκη του Κωνσταντίνου έβαλε τα πρώτα λεφτά για να γίνει το καμπαναριό. Είχε αρκετούς παράδες από τα αγώγια (τα εμπορικά κάρα). Είχε τελειώσει ο πόλεμος κι είχαμε φθάσει στη Θράκη. Λίγο έμενε για την Πόλη», μου είχε πει.

Ακολούθησαν δύο οικογένειες από τους Τσιριγώτες της περιοχής. Ο Τσουρής και ο Γερακίτης που βρίσκονταν στη Βαλερίου Στάη. Ακολούθησε ο Καλλιαγκάς και λίγο πιο μετά ο Γιάννης Μαμμάς, ο Βαγγελόρδας (Βαγγέλης Διοικητόπουλος), η οικογένεια Πλαταρά, ο Γκιόκας, οι Δρακούληδες, οι Παπαρηγόπουλοι και πολλοί άλλοι…

Έτσι ξεκίνησε η κατασκευή του καμπαναριού το 1914. Τα κάρα έφερναν τις καλύτερες πέτρες από το Σχιστό για να γίνουν τα θεμέλια του καμπαναριού. Την επιστασία είχε ο Απόστολος Κουλουριώτης. Το έργο τελείωσε το 1915 και πέρασαν στην ιστορία με μαρμάρινη πλάκα οι βασικοί συντελεστές. Η κόρη του Κουμούση, η Ζωή, θυμόταν ότι το καμπαναριό ήταν πάντα σημείο αναφοράς και αφιέρωμα στις «Νέες Χώρες».

Πώς το έφερε η μοίρα και το 1916, εκεί έφτασαν οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες, όσοι γλύτωσαν από τη Γενοκτονία. Στη συνέχεια προωθήθηκαν από τον Άγιο Φανούριο προς το «νέο συνοικισμό» που χτίστηκε με κατεύθυνση προς τα δυτικά μέχρι το σημερινό Κρατικό Νοσοκομείο.

Ακολούθησε το πρώτο κύμα προσφύγων από τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη το 1919 και τρία χρόνια αργότερα όσοι γλύτωσαν από το μακελειό του Κεμάλ στη Μικρά Ασία. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν στις ξύλινες παράγκες που στήθηκαν μέσα στο στρατόπεδο Βελισσαρίου και σε ελεύθερους χώρους του παλιού νεκροταφείου πάνω από την οδό Κορυτσάς.

Οι παλιοί έλεγαν πως όταν έβρεχε δυνατά εκεί, έβγαιναν μέσα από τη γη κόκκαλα και νεκροκεφαλές που έφταναν μέσα στις παράγκες. Όλη η περιοχή καθάρισε αναγκαστικά το 1933 όταν άρχισε η κατασκευή των κίτρινων προσφυγικών πολυκατοικιών που υπάρχουν μέχρι σήμερα κατά μήκος της οδού Αγίων Αναργύρων.



Σημείο αναφοράς



Το καμπαναριό ήταν και παραμένει στο πέρασμα ενός αιώνα σημείο αναφοράς. Είναι ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό μνημείο που συνδέει τουλάχιστον τέσσερις διαφορές γενιές μεταξύ τους με διαφορετικές αναμνήσεις.

Άλλος θυμάται πώς ανέβαινε η παλιά νεοκόρισσα, η5 Ουρανία, πάνω στο καμπαναριό να χτυπήσει με όση δύναμη είχε τις καμπάνες για να έρθει ο κόσμος στη Λειτουργία. Είχε κουφαθεί η καημένη με τα χρόνια.

Όταν της κάναμε πλάκα ότι έφταιγαν οι καμπάνες που δεν άκουγε, γυρνούσε όλο καλοσύνη και μας έλεγε: «Οι αμαρτίες μου φταίνε». Άλλοι θυμούνται το χαμό που γινόταν μέσα στο ιερό του νέου ναού για να βγάλει ο «υπεύθυνος» το δίδυμο των παπαδοπαίδων που θα χτυπούσαν την καμπάνα. Το πιο… μελωδικό «χτύπημα» το έκανε πάντα ο Σολδάτος.


Κάποιοι άλλοι θυμούνται τα ραντεβού που έδιναν με γκόμενες στο καμπαναριό, πίσω από τον τοίχο «για να μην τους δει κανένα μάτι». Κι άλλοι τον αγώνα που έκαναν για να μην γκρεμιστεί αυτό το νεώτερο μνημείο της Παλιάς Κοκκινιάς, ταλαιπωρημένο ήδη από δύο μεγάλους σεισμούς του 1981 και του 1999…




PiraeusPress.gr