Του Νίκου Αλιβιζάτου
Πιστός σε μια παλιά
συνήθεια της συνταγματικής μας ιστορίας, ο πρωθυπουργός δεν αρκέσθηκε την
περασμένη Τετάρτη στην αναγγελία μιας ακόμη συνταγματικής αναθεώρησης. Εν
χορδαίς και οργάνοις, μίλησε για το «νέο Σύνταγμα» που έχει τάχα ανάγκη η χώρα,
αφού το ισχύον, όπως είπε, «έκλεισε τον κύκλο του».
Ευτυχώς, οι 30 προτάσεις
που εν συνεχεία παρουσίασε (πλην μιας, της τελευταίας, που ενδίδει σε παλιά
φαντάσματα του κ. Σαμαρά) δεν επιβεβαιώνουν τη νεφελώδη αυτή εξαγγελία:
προσεκτικά διατυπωμένες οι περισσότερες, δεν αγνοούν το δημοκρατικό κεκτημένο
της Μεταπολίτευσης, που με τόση απρονοησία ορισμένοι λοιδορούν. Θα μπορούσαν ως
εκ τούτου να αποτελέσουν τη βάση για έναν ανοιχτό διάλογο, ώστε η επόμενη
συνταγματική αναθεώρηση να ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες και όχι σε
ιδεολογήματα.
Αναφέρομαι, πρωτίστως, στα
τρία μείζονα ζητήματα, για τα οποία η ιδέα της αναθεώρησης έχει ωριμάσει:
ποινική ευθύνη των υπουργών, βουλευτική ασυλία και κατ’ ουσίαν αχρήστευση των
ανεξάρτητων αρχών, μέσω της ατυχούς ρύθμισης του ισχύοντος Συντάγματος που
απαιτεί ομοφωνία ή πλειοψηφία των 4/5 ενός οργάνου της Βουλής –της Διάσκεψης
των Προέδρων– για την ανάδειξη των μελών τους. Για τα ζητήματα αυτά, όλα τα
κόμματα του δημοκρατικού τόξου συμφωνούν ότι το Σύνταγμα πρέπει να αλλάξει. Και
θα ήταν κρίμα εάν λόγοι σκοπιμότητας ή διαφωνίες για τα δευτερεύοντα απέτρεπαν
τη συμπόρευσή τους.
Στην ίδια κατηγορία, αν
και με λιγότερο πλατιά συναίνεση, εντάσσονται μερικά ακόμη ζητήματα, όπως για
παράδειγμα το ασυμβίβαστο υπουργού και βουλευτή, η μείωση του αριθμού των
βουλευτών, η διαφάνεια και χρηματοδότηση της πολιτικής, η ίδρυση ιδιωτικών
πανεπιστημίων και η βελτίωση του δικαστικού ελέγχου της ανάθεσης των μεγάλων
δημόσιων έργων και προμηθειών. Αν και για τα ζητήματα αυτά, όπως ορθά επισήμανε
εκ μέρους της ΔΗΜΑΡ ο κ. Αντ. Μανιτάκης, θα μπορούσαν ήδη από σήμερα να γίνουν
σημαντικά βήματα με απλούς νόμους, η απαλλαγή του Συντάγματος από διατάξεις που
θα μπορούσαν πιθανόν να παρακωλύσουν τις όποιες μεταρρυθμίσεις θα ήταν θετική.
Απεναντίας, ερωτήματα
θέτουν ορισμένες άλλες προτάσεις του κ. Σαμαρά, μεταξύ των οποίων πιο
προβληματικές θα θεωρούσα, πρώτον, την απευθείας εκλογή του Προέδρου της
Δημοκρατίας από τον λαό, δεύτερον, τη λαϊκή πρωτοβουλία για διεξαγωγή
δημοψηφίσματος και, τρίτον, την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Για μεν την πρώτη, ακόμη
και αν οι αρμοδιότητες του Προέδρου παρέμεναν καθαρά ρυθμιστικές, πολύ φοβούμαι
ότι η εκλογή του από τον λαό θα δημιουργούσε στην κορυφή του κράτους έναν
δεύτερο πόλο εξουσίας, που μόνον δεινά θα επισώρευε. Διότι σε μια χώρα με μακρά
παράδοση συγκρούσεων αρχηγού του κράτους και πρωθυπουργού, θα ήταν δύσκολο να
υπάρξει ξαφνικά συναίνεση και συνεργασία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακόμη και
με τις περιορισμένες αρμοδιότητες που το ισχύον Σύνταγμα του αναθέτει, αν
εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία, δεν θα ήταν ένα απλό αντίβαρο στον σημερινό
πρωθυπουργοκεντρισμό, αλλά μια εν δυνάμει απειλή κατά της κυβέρνησης. Αν
μάλιστα λάβει κανείς υπόψη ότι, όπως όλα δείχνουν, θα χρειασθεί να περάσουν
πολλά χρόνια προτού κάποιο κόμμα είναι σε θέση να διεκδικήσει και πάλι αυτοδυναμία
στη Βουλή, θα αντιληφθεί ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν είναι τα αντίβαρα
αυτά που μας λείπουν, αλλά οι σοβαροί μηχανισμοί ελέγχου και λογοδοσίας.
Όσο για το δημοψήφισμα με
λαϊκή πρωτοβουλία, ισοδυναμεί με τη δημιουργία ενός νέου «παίκτη αρνησικυρίας»
–για να θυμηθώ την έννοια που καθιέρωσε ο Γ. Τσεμπελής– επιρρεπούς όχι μόνο σε
ευγενείς ιδέες, αλλά και σε άκρως λαϊκιστικά συνθήματα. Για του λόγου το
αληθές, δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στην άφρονα συλλογή υπογραφών του
μακαριστού Χριστόδουλου για τις ταυτότητες· αρκεί να αναλογισθεί τι θα γινόταν
τα τελευταία χρόνια αν, ύστερα από κάθε Μνημόνιο, η αντιπολίτευση, ασκώντας ένα
δικαίωμα που θα της αναγνώριζε το Σύνταγμα, κατόρθωνε να συγκεντρώσει τον
προβλεπόμενο αριθμό υπογραφών για τη διεξαγωγή ισάριθμων δημοψηφισμάτων. Και
τούτο όχι για το αν είμαστε υπέρ ή κατά της παραμονής της χώρας στο ευρώ ή στην
Ε.Ε. (κάτι που κατά τη γνώμη μου θα ήταν θεμιτό), αλλά για το αν επιθυμούμε ή
όχι τη συνέχιση της υποδούλωσής μας από τους δανειστές μας και την τρόικα (κάτι
προφανώς αθέμιτο). Οπως πρώτοι δίδαξαν στη Γαλλία οι δύο Ναπολέοντες τον 19ο
αιώνα, το δημοψήφισμα, απλουστεύοντας περίπλοκα ζητήματα που σπάνια μπορούν να
απαντηθούν με ένα ναι ή με ένα όχι, είναι ο προθάλαμος του πιο ανεύθυνου λαϊκισμού.
Ας το έχει κατά νου ο κ. Σαμαράς, ειδικά σήμερα.
Τέλος, για την ίδρυση
Συνταγματικού Δικαστηρίου, ήθελα απλώς να υπενθυμίσω ότι την είχαν προτείνει
και το ΠΑΣΟΚ (ακριβέστερα: ο κ. Ευ. Βενιζέλος) το 2001 και η Ν.Δ. το 2008. Οι
σχετικές πρωτοβουλίες δεν ευοδώθηκαν τότε, διότι ορθά είχε θεωρηθεί ότι
απέβλεπαν στην αποδυνάμωση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή του πιο
ανεξάρτητου δικαστηρίου που διαθέτει σήμερα η χώρα, το οποίο στην πράξη
λειτουργεί ως Συνταγματικό Δικαστήριο. Αν τον κ. Σαμαρά απασχολεί η ταχεία
εκδίκαση των συνταγματικών διαφορών, θα τον προέτρεπα να επιδιώξει την
αναβάθμιση του Συμβουλίου και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του, παρά τον
παραμερισμό του. Δεν πετάει κανείς στον κάλαθο των αχρήστων έναν καλό θεσμό,
χάριν ενός νέου ο οποίος, στο βασίλειο της κομματοκρατίας, θα χρειαζόταν
τουλάχιστον 1-2 γενιές ανεπηρέαστων νομικών για να δώσει επαρκή δείγματα
ανεξαρτησίας.
Δίχως άλλο, η έξοδος της
χώρας από την κρίση μπορεί να γίνει και χωρίς να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Εν
τούτοις, μια «εντοπισμένη» αναθεώρηση, που θα απέβλεπε στη λύση πραγματικών
προβλημάτων και όχι στη δημιουργία εντυπώσεων, ασφαλώς θα βοηθούσε. Από την
άποψη αυτή, έχουν άδικο όσοι εκ των προτέρων μέμφονται τον κ. Σαμαρά για
«συνταγματικό λαϊκισμό». Αρκεί βέβαια και αυτός να πείσει ότι είναι ρεαλιστής
και ότι επιδιώκει τον ειλικρινή διάλογο, χωρίς τις ιδεοληψίες που παλαιότερα
τον κατέτρυχαν.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή