Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Δίνοντας ζωή στα εγκαταλειμμένα κτίρια


«Κάνε κάτι ή άσε εμάς να κάνουμε κάτι». Το δίλημμα αυτό θα θέτει η πολιτεία στους ιδιοκτήτες εγκαταλειμμένων κτιρίων, προκειμένου να πιέσει για μια λύση για την αξιοποίησή τους.



Οι προτάσεις που ετοιμάζουν το υπουργείο Περιβάλλοντος και ο Δήμος Αθηναίων αφορούν τους ιδιοκτήτες ερειπωμένων κτιρίων και περιλαμβάνουν κίνητρα για την κατεδάφιση ή την αναπαλαίωση του κτιρίου. Ακόμα και με έξοδα του δήμου, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της εκμετάλλευσής του για κάποια χρόνια, όπως είχε γίνει πριν από χρόνια από τον ΕΟΤ για τη διάσωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής σε πολλές περιοχές της χώρας.

Χθες, ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης συναντήθηκε με τον δήμαρχο Αθηναίων Γιώργο Καμίνη, παρούσης της προέδρου τού (υπό κατάργηση) Οργανισμού Αθήνας Βιβής Μπάτσου και υπηρεσιακών παραγόντων. Το θέμα ήταν τα ερειπωμένα κτίρια, ένα πρόβλημα διόλου αμελητέο στην Αθήνα, αν αναλογιστεί κανείς ότι ξεπερνούν τα 1.200. «Τα εγκαταλειμμένα κτίρια δημιουργούν μια σειρά από προβλήματα υγιεινής και ασφάλειας. Στον Δήμο Αθηναίων το πρόβλημα είναι πολύ έντονο, ιδίως σε κάποιες από τις περιοχές του κέντρου. Από κοινού με τον δήμο και τον Οργανισμό Αθήνας μελετούμε μια ολότελα νέα προσέγγιση στο πρόβλημα και ευελπιστούμε ότι θα καταλήξουμε σε συγκεκριμένες προτάσεις μέχρι τον Σεπτέμβριο», λέει στην «Κ» ο κ. Μανιάτης. «Η πρώτη μας διαπίστωση είναι ότι υπάρχει ένα κενό στη νομοθεσία. Η σειρά, λοιπόν, με την οποία κινούμαστε είναι: διερεύνηση του ιδιοκτησιακού, πρόταση τρόπων αντιμετώπισης, εξασφάλιση πόρων. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο πλαίσιο που θα έχει εφαρμογή όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά σε όλη την Ελλάδα».

Με ποιον τρόπο, λοιπόν, σκέφτεται η πολιτεία να δώσει ζωή στα ερειπωμένα κτίρια; «Σήμερα έχουν καταγραφεί στον Δήμο Αθήνας περίπου 1.200 ερειπωμένα κτίρια, εκ των οποίων το ένα τρίτο είναι διατηρητέα», λέει στην «Κ» η πρόεδρος του ΟΡΣΑ Βιβή Μπάτσου. «Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια διαδικασία με την οποία θα εντοπίζονται οι ιδιοκτήτες τους και θα τους προτείνονται κάποιες λύσεις. Για παράδειγμα, αν το κτίριο είναι σε πολύ κακή κατάσταση, θα δίνονται κάποια κίνητρα για την κατεδάφισή του. Και αντίστοιχα, κίνητρα για την αναπαλαίωση, όπου αυτή είναι δυνατή».

Χρηματοδότηση

Τι γίνεται όμως στην εξαιρετικά πιθανή περίπτωση οι ιδιοκτήτες του κτιρίου να μην ενδιαφέρονται για τη διάσωσή του; «Αν σε ένα εύλογο διάστημα δεν κινηθεί ο ιδιοκτήτης, τότε θα παρεμβαίνει ο δήμος. Θα αναλαμβάνει ιδίοις εξόδοις την αποκατάσταση του κτιρίου και κατόπιν, ως αντάλλαγμα, θα μπορεί να το εκμεταλλεύεται για κάποια χρόνια προτού το αποδώσει στους ιδιοκτήτες του. Η χρηματοδότηση θα μπορεί να προέλθει από το Πράσινο Ταμείο ή το νέο ΕΣΠΑ», λέει η κ. Μπάτσου.

Το μοντέλο αυτό δεν δοκιμάζεται για πρώτη φορά. Στα μέσα του ’70 και του ’80, ο ΕΟΤ μελέτησε και ανέλαβε την αναστήλωση και μετατροπή ιδιωτικών παραδοσιακών κτισμάτων σε παραδοσιακούς ξενώνες σε πλήθος περιοχών, όπως η Μάνη (με κλασικό παράδειγμα τους πύργους της Βάθειας), τη Βυζίτσα, τα Ψαρά, τις Μηλιές του Πηλίου, το Πάπιγκο και την Οία. Επίσης υπάρχουν ακόμη και σήμερα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία για τη μετατροπή παραδοσιακών κτισμάτων σε τουριστικά καταλύματα. Στην περίπτωση της Αθήνας, βέβαια, το πιθανότερο είναι τα αναπαλαιωμένα κτίσματα να μην προορίζονται για ξενώνες, αλλά για λιγότερο δεσμευτικές (ως προς τη νέα τους διαρρύθμιση) χρήσεις. «Θέλουμε να καταρτίσουμε ένα σχέδιο προεδρικού διατάγματος μέχρι τον Σεπτέμβριο, προκειμένου μέσα στον χρόνο να έχουμε καταλήξει σε μια πιλοτική παρέμβαση, σε μια ομάδα εγκαταλειμμένων κτιρίων», λέει η κ. Μπάτσου.

Περί τα 1.200 εντός του Δήμου Αθηναίων

Τα εγκαταλειμμένα κτίρια της Αθήνας είναι περίπου 1.200, τα περισσότερα από τα οποία στο κέντρο. Αυτό ήταν ένα από τα συμπεράσματα της εκτεταμένης έρευνας που πραγματοποιούσε επί σειράν ετών, ήδη από το 2008, η Περιφέρεια Αττικής μέσω της Διεύθυνσης Υγειονομικού Ελέγχου και Περιβαλλοντικής Υγιεινής Κεντρικού Τομέα. Η καταγραφή ξεκίνησε κυρίως για να βρεθεί τρόπος να αμβλυνθεί το πρόβλημα υποβάθμισης του κέντρου. «Τα εγκαταλειμμένα είναι ένα κομμάτι του γενικότερου προβλήματος του κέντρου», διευκρινίζει η αντιπεριφερειάρχης Αννα Τσάτσου - Παπαδημητρίου. «Ολα τα εγκαταλειμμένα δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Υπάρχουν τα ιδιωτικά και τα δημόσια. Επειτα, είναι τα διατηρητέα που μπορεί να έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοια από το υπουργείο Πολιτισμού ή από το ΥΠΕΚΑ και έχουν διαφορετικές νομοθετικές προβλέψεις. Δεν υπάρχει ένα ώριμο εργαλείο ώστε σε καθεμία από αυτές τις κατηγορίες να μπορεί το κράτος να επεμβαίνει», υποστηρίζει η ίδια.

Ωστόσο το νομικό πρόβλημα που αναφέρει η κ.Τσάτσου αφορά ένα σχετικά μικρό μέρος των εγκαταλειμμένων κτιρίων, αφού μεγάλο μέρος τους δεν έχει καν ταυτοποιηθεί. Σύμφωνα με επιχειρησιακά στελέχη της υπηρεσίας που πραγματοποίησε την καταγραφή, «δεν είναι εύκολο και κάποιες φορές είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί ο ιδιοκτήτης του ακινήτου. Σε άλλες περιπτώσεις, ο ιδιοκτήτης μπορεί να έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό πριν από πολλά χρόνια, ενώ ζήτημα απόδοσης ευθυνών προκύπτει όταν η ιδιοκτησία είναι κατακερματισμένη σε πολλούς ιδιοκτήτες - κληρονόμους του κτιρίου». Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές ωστόσο, στις περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες εντοπίζονται, δέχονται συστάσεις των υπηρεσιών στις οποίες -τις περισσότερες φορές- πειθαρχούν. Για όσους δεν πειθαρχούν, κινείται η νομική διαδικασία. «Δεν μπορώ να νοικιάσω το κτίριο λόγω της κρίσης. Το έχω σφραγίσει με όσα μέσα διέθετα προκειμένου να μην καταληφθεί από χρήστες ναρκωτικών ή άστεγους αλλοδαπούς. Ωστόσο, δεν μπορώ και εγώ να κάνω θαύματα, ούτε να αναλάβω τον ρόλο του σερίφη στην περίπτωση που παραβιάσουν τα κάγκελα που έχω τοποθετήσει και μπουν μέσα περιθωριακά στοιχεία. Θα πρέπει και το κράτος να μην αποποιείται τις ευθύνες του», λέει στην «Κ» άτομο που έχει αναλάβει τη διαχείριση μεγάλου άδειου κτιρίου σε υποβαθμισμένο σημείο της Αθήνας.


Το 96% των 1.200 εγκαταλειμμένων κτιρίων βρίσκονται στον Δήμο Αθηναίων. Από αυτά, το 31% των αυτοψιών έγινε στην 1η Δημοτική Κοινότητα (Εξάρχεια, Κολωνάκι, Ιλίσια, Κουκάκι, Μακρυγιάννη, Πλάκα, Ψυρρή, εμπορικό κέντρο, πλ. Βάθη), το 17% στην 6η (Κυψέλη, πλ. Αττικής, Αγ. Παντελεήμονας, Αγ. Νικόλαος, πλ. Αμερικής), το 16% στην 4η (Σεπόλια, Κολωνός, Ακαδημία Πλάτωνος), το 15% στην 3η (Πετράλωνα, Θησείο, Ρουφ, Γκάζι, Κεραμεικός, Μεταξουργείο, Βοτανικός), το 9% στην 5η (Αγ. Ελευθέριος, Πατήσια, Προμπονά, Ριζούπολη), το 5% στην 7η (Γκύζη, Πολύγωνο, Γηροκομείο, Τουρκοβούνια, Αμπελόκηποι, Γουδί, Ερυθρός Σταυρός) και το 4% στη 2η (Παγκράτι, Ν. Κόσμος).

Πηγή: Καθημερινή