Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο

«Το να φορτώνεσαι τρελούς
βλάπτει και τον ίδιο τον Διάβολο.»
Γκαίτε, Φάουστ Β΄, Α πράξη

 
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Γεωργίου Λεμπέση


Στην πολυάριθμη κατηγορία των βλακών προσάπτεται μια μομφή σίγουρα άδικη και επιστημονικά λαθεμένη, όταν αυτοί χαρακτηρίζονται σαν άχρηστοι και περιττό βάρος της κοινωνίας, ή σαν παράσιτα και εκφράζεται συχνά η ανόητη, όπως θα δούμε, ευχή να εκλείψουν.

Εν τούτοις το πρόβλημα των βλακών δεν είναι απλό, όταν υπολογίσουμε την σταθερή και απολύτως αναγκαία θέση την οποία επάξια κατέχουν μέσα στον κοινωνικό διαφορισμό. Οι βλάκες διαιρούνται έτσι σε δυο τελείως αντίθετες μεταξύ τους ομάδες, που διέπονται όμως από τον ίδιο νόμο: του διαφορισμού.



Η πρώτη ομάδα καταλαμβάνει, όπως είναι γνωστό, τις υποδεέστερες θέσεις στην κοινωνία, δηλαδή βρίσκεται στις χαμηλότερες βαθμίδες του κοινωνικού διαφορισμού. Είναι περιττό να τονιστεί πόσο ευεργετική είναι για την κοινωνία η ομάδα αυτή, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε εκμετάλλευση και χωρίς εκμετάλλευση δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Και στην γλώσσα του κοινωνικού διαφορισμού: χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε διαφορισμός, γιατί αντί για ανισότητα θα υπήρχε ισότητα, έστω και από τα πάνω, δηλαδή θα ήσαν όλοι ευφυείς, πράγμα που από την άποψη του διαφορισμού σημαίνει το ίδιο: θα ήσαν όλοι βλάκες. Γιατί ο διαφορισμός, απαιτεί ρητά και ευφυείς και βλάκες και αν περικοπεί οποιοσδήποτε από τα δυο σκέλη του, αναιρείται ολόκληρος. Συνεπώς, χωρίς τον διαφορισμό, που μπορεί να υπάρχει μόνο με την σοβαρή συμβολή των βλακών, δεν υπάρχει κοινωνία.



Τέτοια είναι λοιπόν η τεράστια σημασία των βλακών, η οποία άλλωστε, από όλους αναγνωρίζεται, αν και μόνο στον κοινωνιολόγο είναι επιστημονικά γνωστή.



Η κατακραυγή εναντίον των βλακών προκαλείται άλλωστε από την δεύτερη ομάδα τους, που είναι πιο ενοχλητική από την πρώτη, αλλά κι εδώ αυτή η κατακραυγή, εφ΄ όσον εμφανίζεται σαν λογική κρίση, είναι ακοινωνιολόγητη, δηλαδή αντιεπιστημονική. Με άλλα λόγια, κατηγορούνται οι βλάκες της δεύτερης κατηγορίας ότι «ανάξια κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία». Αλλά αυτή η κρίση προδίδει πλήρη άγνοια μιας μορφής διαφορισμού. Αυτή η μορφή (δεδομένη με φυσική αναγκαιότητα σαν ο νόμος του διαφορισμού) είναι ο στοιχειώδης κανόνας: «δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός δυνατού κ.ο.κ.». Τούτο το φαινόμενο, κλασσικό, τυπικό και αιώνιο από όταν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, μέσα απ΄ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, μπορεί να είναι «τυχαίο»; Αλλά τυχαίο είναι κάθε τι που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ποτέ, όμως, το κάθε τι που προ πολλού έχει συλληφθεί στον θεμελιώδη νόμο του διαφορισμού. Και από την άλλη μεριά το ψυχολογικό ελατήριο του συνασπισμού των οπωσδήποτε «κάτω» εναντίον των οπωσδήποτε «πάνω» είναι κιόλας δεδομένο μέσω του ressentiment (μνησικακία). Εδώ, ο συνασπισμός των βλακών είναι μια μηχανική οργάνωση με βάση την αρχή της ελάχιστης προσπάθειας για την αντιμετώπιση ισχυρότερης δύναμης στο πρόσωπο των ολίγων ή του ενός. Η οργάνωση αυτή, περιορισμένης έκτασης, ονομάζεται κοινωνιολογικά κλίκα.

Η έμφυτη τάση του βλάκα, η οποία πολύ συχνά φτάνει σε αληθινή μανία, ν΄ ανήκει σε ισχυρές και όσο γίνεται περισσότερες πάσης φύσεως οργανώσεις εξηγείται, πρώτον από την ευκολία της αγελοποίησης, στην οποία μόνιμα υπόκειται, λόγω έλλειψης ατομικότητας (από εδώ και το μίσος του εναντίον του ατόμου και του ατομικισμού) και δεύτερον, από τον ζωώδη πανικό, από τον οποίο μόνιμα κατατρύχεται, λόγω του δικαιολογημένου φόβου μήπως μπει μέσα σε οποιουδήποτε είδους προλεταριάτο. Η τάση αυτή αποτελεί ακαταμάχητο τεκμήριο για τον βαθμό της πνευματικής του αναπηρίας. Έτσι δημιουργείται αυτόματη συρροή βλακών στις κάθε λογής οργανώσεις, οι οποίες αν είναι συμφεροντολογικές, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων τους, εάν όμως, είναι «πνευματικές» φτάνουν με τον καιρό σε πλήρη βλακοκρατία. (Σε τούτο το φαινόμενο οφείλουν τον εκφυλισμό τους π.χ. ο μασονισμός, οι απανταχού ροταριανοί όμιλοι, όλοι οι «πνευματικοί σύλλογοι» κι αυτή ακόμα η…Κοινωνία των Εθνών (ένα είδος προπολεμικού ΟΗΕ).

Είναι επόμενο λοιπόν, ότι καθώς η λεγεώνα των βλακών σπρώχνεται ακατανίκητα προς την αγέλη και τις οργανώσεις πάσης φύσεως, έτσι υφίσταται και ακατανίκητη έλξη από τις κάθε είδους αγελαίες, αντιατομιστικές και ομαδικές θεωρίες, από τον πάσης φύσεως παρεμβατισμό και την πάσης φύσεως «διευθυνόμενη οικονομία» ή 4η Αυγούστου και ως τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. (Άλλοι είναι οι εκμεταλλευτές αυτών των θεωριών). Με αυτά τα δεδομένα εξηγείται και η χωρίς τελειωμό και πολύ αυστηρή επιλογή βλακών στα ομαδικά συστήματα, που με την βοήθεια μιας πολιτικής βίας κατοχυρώνεται και σαν πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς (4η Αυγούστου) τόσο περισσότερο, όσο η ελευθερία της σκέψης (χρήσιμη μόνο σε όσους διαθέτουν σκέψη) είναι μόνιμα και ιδιαίτερα αντιπαθητική στους βλάκες, γιατί ασκούμενη από τους άλλους, στρέφεται εναντίον τους, κυρίως όταν αυτοί κατέχουν θέσεις μέσα στην εξουσία ή έχουν συνδέσει συμφέροντα μ΄ αυτούς που τις κατέχουν.

Η έλλειψη προσωπικής γνώμης, η κολακεία και η ραδιουργία τους προορίζουν, άλλωστε, ειδικά για τέτοιες καταστάσεις. Επίσης, η ακατανίκητη τάση των βλακών προς τις κάθε λογής αγελαίες εμφανίσεις (κοσμικές συγκεντρώσεις και causerie (κουτσομπολιό) που τρέφεται από τα περιεχόμενα των εφημερίδων και των ραδιοφωνικών εκπομπών, την μόδα κ.λ.π.) και τιμητικές διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα, παράσημα) είναι ύστερα από τα παραπάνω, αυτονόητη.

Αλλά από πού είναι δεδομένη η πραγματική δυνατότητα της αποτελεσματικής δράσης της βλακικής αγέλης; Η δυνατότητα αυτή είναι απόλυτα δεδομένη, αντικειμενικά και ανεξάρτητα από το ψυχολογικό ελατήριο (της μνησικακίας) το οποίο αλλιώς δεν θα είχε καμιά κοινωνική δράση και κατά συνέπεια κοινωνιολογική σημασία.

Η δυνατότητα αυτή είναι δεδομένη από την μοιραία θέση την οποία κατέχουν οι βλάκες στην κλίμακα του κοινωνικού διαφορισμού, θέση στην οποία είναι αναντικατάστατοι (γιατί είναι θέση υποδεέστερη) αλλά και απόλυτα απαραίτητοι για τον όλο κοινωνικό μηχανισμό, που βασίζεται απόλυτα στις κατώτερες βαθμίδες του. πολύ καθαρά φαίνεται η εξάρτηση αυτή των ανώτερων βαθμίδων (και προσώπων) από τις κατώτερες, όπου αυτή παίρνει καθαρά εκβιαστικές μορφές, τις οποίες ξέρουν όλοι οι κοινωνικοί άνθρωποι. Σαν παράδειγμα μπορεί να χρησιμεύσει η παρέλκυση ή το θάψιμο μιας υπόθεσης σε οποιαδήποτε υπηρεσία από κατώτερους υπαλλήλους, η έκδοση εντάλματος συλλήψεως για καταζητούμενο εγκληματία, στην περίπτωση εκείνη που τα κατώτερα αστυνομικά όργανα είναι αλληλέγγυα προς αυτόν κ.λ.π.

Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν πια την επίκαιρη θέση των κατώτερων βαθμίδων (και προσώπων) στον κοινωνικό διαφορισμό, γίνεται απόλυτα νοητή η άνοδός τους στις ανώτερες βαθμίδες, με κοινό μεταξύ τους συνασπισμό που αναδεικνύει εαυτούς και αλλήλους, από την μια μεριά με οργανωμένη αντίσταση (boycotage) προς τα πάνω και παράλυση τυχόν αντίθετων ενεργειών παραγόντων ανωτέρων του, για την ανάδειξη άλλου, πράγματι ικανού, προσώπου κι από την άλλη με οργανωμένη προώθηση δικού τους προσώπου στην ανώτερη βαθμίδα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται κλίκα. Ότι την εξέλιξη αυτή κανείς δεν μπορεί να σταματήσει είναι φανερό, όσο φανερή είναι και η νομοτελειακή συνάρτηση των παραπάνω δεδομένων. Σύμφωνα με την ίδια συνάρτηση το φαινόμενο συνεχίζεται: «ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται». Και ο βλάκας που αναδείχθηκε με τον τρόπο αυτό θα προωθήσει μόνο πρόσωπα κατώτερά του, ώσπου μια βίαιη επέμβαση υπαγορευμένη από την ανάγκη κάποιου άλλου κοινωνικού οργανισμού ή ο φυσικός εκφυλισμός ενός τέτοιου οργανισμού από τα μέσα, επιφέρει κάποια θεμελιώδη ανατροπή ή και το τέλος του βίου του εκφυλισμένου πια οργανισμού. Έτσι π.χ. σε παρόμοια περίπτωση η κοινωνική ομάδα που ανέβηκε το 1910 ανέτρεψε την ιεραρχία των αξιών και των προσώπων και μέσα στον παλαιοκομματισμό και έκανε δυνατή την υπερφαλάγγιση των παλαιών αρχηγών του από νέους (Γούναρη, Στράτο κ.λ.π). Σαν παράδειγμα για την δεύτερη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί η χωρίς καμιά αντίσταση παράδοση της εξουσίας από την παλιά κοινωνική ομάδα στην αναίμακτη «επανάσταση» του 1909. Πολλά άλλα παραδείγματα αποσύνθεσης ορισμένων άλλοτε ισχυρών οργανισμών όπως ο Βενιζελισμός και ο Αντιβενιζελισμός παρατηρούνται σήμερα, για μερικά από τα οποία δίνεται η ανάλυση αλλού.

Αλλά και οι χωρίς συνασπισμό και οργάνωση, χωρίς «κλίκα», ανερχόμενοι βλάκες ή ανίκανοι γενικώς που επικρατούν μόνο ατομικά, βρίσκονται εν τούτοις δεσμευμένοι από τον κοινωνικό διαφορισμό σε ίσο βαθμό με τους οργανωμένους. Γιατί, αντικειμενικά, οι θέσεις που καταλαμβάνουν είναι τέτοιες, ώστε η ανεπάρκειά τους να είναι πλεονεκτική ή ανεκτή, ποτέ, όμως, θέσεις που απαιτούν πραγματικά προσόντα, από τις οποίες, και αν ακόμα φτάσουν σ΄ αυτές, ανατρέπονται και γκρεμίζονται με την πρώτη δύσκολη περίσταση και από κάποιον μεγάλο ή μικρό πνέοντα άνεμο. Έτσι π.χ. πολλοί απ΄ αυτούς κατέλαβαν διαδοχικά πολλά αξιώματα της κοινωνίας και της Πολιτείας όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας, του προέδρου του «Συλλόγου Προστασίας Εγκύων Μυιών», του γενικού γραμματέως της «Γενικής Συνομοσπονδίας Πωλητών Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., αξιώματα βέβαια τα οποία ποτέ δεν θα επιδιώξει ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Σ΄ αυτά τα αξιώματα πρέπει να προστεθούν και τιμητικές διακρίσεις όπως παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κ.λ.π. οι οποίες ανέκαθεν απετέλεσαν ευπρόσδεκτα και έντονα αναζητούμενα θέματα μεγάλων σατιρικών έργων της λογοτεχνίας, στα οποία απαθανατίστηκε ο ανώνυμος αυτός κοινωνικός τύπος.

Την άνοδο του βλάκα διευκολύνουν πολλά ειδικά προσόντα για τον σκοπό αυτόν: η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, η οποία εκδηλώνεται με την μόνιμη απουσία γνώμης για κάθε θέμα, με τον φόβο της ενδεχόμενης διαφωνίας με κάθε άνθρωπο, η ολιγόλογη ανιαρότητά του, που θεωρείται από τους αφελείς βαθειά σκέψη και σοβαρότητα, οφειλόμενη στην πραγματικότητα στην ανεπανόρθωτη έλλειψη πνεύματος και πολιτισμού κ.λ.π. Τέτοιοι π.χ. είναι δυο κλασσικοί και αντίθετοι τύποι σοβαροφανών βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «causeur». Ο «ψωνίζων» έχει φανερό χαρακτηριστικό την βλακώδη πονηριά στο μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος, όπου, στους ανθρώπους, βρίσκεται συνήθως το πρόσωπο. Η ευφυΐα του, που πιστεύει ότι έχει και ότι την κρύβει προσεκτικά, βρίσκεται στο ν΄ ακούει μόνο αυτά που λένε οι άλλοι σχολιάζοντάς τα με εξυπνακίστικο ηλίθιο μειδίαμα. Δεν απαντάει γιατί δεν είναι «κουτός» βέβαια να «εκτεθεί». Κάθε άνθρωπο πριν απ΄ όλα τον θεωρεί εχθρό του που παραφυλάει να του αρπάξει κάποια εκδήλωσή του με σκοπό να τον «εκθέσει» από κακοήθεια στους εχθρούς του. Κάθε άνθρωπο που από την αρχή εκφράζει την γνώμη του τον θεωρεί χωρίς κανένα δισταγμό «βλάκα», κρύβοντας προσεκτικά ο ίδιος την δική του ευφυΐα πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Έχει την πανέξυπνη άποψη ότι ήσαν ηλίθιοι όλοι όσοι είχαν γνώμη, οι συγγραφείς βιβλίων, ο Κάντ άδικα φιλοσόφησε και ο Μπετόβεν έκανε μεγάλη ηλιθιότητα συνθέτοντας τις μουσικές του συμφωνίες. Η περιφρόνησή του προς τους διανοούμενους και κυρίως τους αγωνιζόμενους και προς τους καλλιτέχνες είναι απέραντη. Τους ευφυολόγους τους θεωρεί γελωτοποιούς προορισμένους να τον διασκεδάζουν και γελάει όχι με τα ευφυολογήματά τους αλλά με την βλακεία τους να λέγουν ευφυολογήματα χωρίς πρακτικό σκοπό. Όλες αυτές τις ανοησίες των αποκαλούμενων ευφυών ο «ψωνίζων» καλύπτει με μειδίαμα αυτοπεποίθησης, συγκατάβασης και μετριόφρονης υπεροχής…

Ο causeur, συνάδελφος του παραπάνω, αποτελεί αληθινή κοινωνική μάστιγα, γιατί θεωρεί σαν causerie το να λέει στους ταλαίπωρους συνανθρώπους του αυτά που διάβασε στις εφημερίδες, αυτά που άκουσε στο ραδιόφωνο, αυτά που του είπαν κάποιοι στο δρόμο, φτάνοντας στα σχόλιά του, όταν αποφασίσει να κάνει σχόλια σε δυσθεώρητα ύψη οξυδέρκειας και πνευματικής χάρης: ότι π.χ. τη νύχτα επικρατεί «αναμφίβολα» σκοτάδι, τη βροχή «οπωσδήποτε» ακολουθεί η υγρασία κ.ο.κ. Σ΄ αυτά καμιά φορά προστίθεται και η «προστατευτική» στάση του απέναντι στους πνευματικά ανώτερούς του, με σκοπό να τους υποτιμήσει στα μάτια του κόσμου κ.λ.π. με γενικό κι ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα την κατάκτηση της γενικής «συμπάθειας» του κόσμου και την απονομή του περίφημου διπλώματος του «συμπαθούς», εναντίον του οποίου με σάτιρα που σφάζει ξεσηκώθηκαν όλοι οι πνευματώδεις άνθρωποι των αιώνων, αυτοί που σημάδεψαν τις σελίδες της Ιστορίας, θεωρώντας αυτό, άγνωστο γιατί, σαν την χειρότερη βρισιά.

Τέλος, είναι ενδιαφέρον εδώ, το φαινόμενο μερικών ευφυών ανθρώπων, οι οποίοι διαισθανόμενοι με το ένστικτό τους τον ανυπέρβλητο ρόλο των βλακών και την λαμπρή τους κοινωνική σταδιοδρομία, εννοείται στην «χρυσή» μέση οδό της μετριότητας, αποφασίζουν να παίξουν το ρόλο αυτό, για ν΄ ανέβουν, «κάνοντας την πάπια», όπως ευφυέστατα λέγεται από τον λαό. Αλλά αυτός ο ρόλος είναι εξαιρετικά δύσκολος για δυο λόγους: πρώτον, υποκειμενικά, η ύπαρξη πνευματικής και ψυχικής ζωής έχει, όπως είναι γνωστό, αναπότρεπτες αντανακλάσεις πάνω στην εξωτερική φυσιογνωμία, οι οποίες και με την τελειότερη ηθοποιία, δύσκολα κρύβονται, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ταλέντο μεγάλου ηθοποιού. Η απλή παρουσία του ευφυούς ανθρώπου είναι, κατά κανόνα, για τον βλάκα στο έπακρο προκλητική. Το ψυχολογικό σύμπλεγμα των συναισθημάτων που εξαπολύει σ΄ αυτόν, είναι το ίδιο ακριβώς με εκείνο του καταδιωκόμενου και πανικόβλητου ζώου ή ανθρώπου σε κατάσταση φυγής ή άμυνας. Το μίσος, ο φόβος, η δειλία συμπλέκονται με το θράσος με τέτοιον τρόπο, που δηλώνει για το εξασκημένο μάτι σαφώς σε κάθε φράση, ιδίως «υποτιμητική» ή «ειρωνική», την κατάσταση άμυνας.

Δεύτερον, από την άποψη του βλάκα, η ένστικτη καχυποψία του είναι τέτοια, ώστε η ηθοποιία του ευφυούς να καταντάει μάταιη και η πραγματική του ειλικρίνεια να εκλαμβάνεται για ηθοποιία. Ο βλάκας, σαν πιο κοντινός στο ζωικό βασίλειο, έχει την ένστικτη καχυποψία έτσι ανεπτυγμένη, ώστε να μην μπορεί να διαγνώσει ή να εννοήσει συλλογισμούς και λογικούς υπολογισμούς του ευφυούς, βασιζόμενους όχι στο ένστικτο, αλλά στην διάνοια. Άοπλος και ανυπεράσπιστος απέναντι στους ψυχρούς υπολογισμούς της ξένης διάνοιας, της οποίας ο μηχανισμός είναι σ΄ αυτόν νοητικά απροσπέλαστος, μια και μόνο άμυνα διαθέτει, ακριβώς όπως το ζώο και ο πρωτόγονος άνθρωπος: την ένστικτη καχυποψία. (Έτσι εξηγείται και η φυσική και πνευματική κατωτερότητα των λαών, που βασικά εμπνέονται από την καχυποψία – την οποία με αυταρέσκεια εκλαμβάνουν σαν «ευφυΐα» - απέναντι στους Ευρωπαίους, που δεν την έχουν καμιά ανάγκη, επειδή αντιλαμβάνονται νοητικά τον κόσμο. Απ΄ αυτά φαίνεται επίσης, σαφώς, ότι η καχυποψία και η προερχόμενη απ΄ αυτήν πονηρία είναι ακριβώς το αντίθετο της ευφυΐας σχετικά με τον ρόλο αυτής να εκτοπίζεται πάντοτε από την δεύτερη. Λέμε αντίθετο μόνο σχετικά με τον ρόλο, γιατί η διάνοια δεν είναι κάτι το ανεξάρτητο ή αντίθετο του ενστίκτου, αλλά ίσα-ίσα η ανάπτυξη και ο πλουτισμός του με λογικά μέσα στην αρχική του πάντοτε κατεύθυνση).

Πονηρία είναι η ενεργητική όψη της καχυποψίας και το δεύτερο στάδιό της, δηλαδή η δράση της, δράση όμως ζωικά αμυντικής φύσεως, γιατί προϋποθέτει την «πνευματική» κατωτερότητα και την «πνευματική» αμηχανία του βλάκα, σαν ζώο ενστικτώδους και «πνευματικά» πανικόβλητου. Η απλή καχυποψία είναι άμυνα παθητικής φύσεως, γιατί αποτελεί εγκεφαλική ενέργεια, σχηματισμό συλλογισμών και συμπερασμάτων, που οδηγούν σε «πράξεις» («τον γέλασε» κ.λ.π.) οπότε ενεργεί πάνω σε άλλα άτομα. (Είναι άσχετο το ζήτημα της βλακώδους ποιότητας των συλλογισμών και συμπερασμάτων). Η χρησιμοποίηση κιόλας αυτών των βλακωδών συλλογισμών και συμπερασμάτων, με μια λέξη της πονηρίας, χρησιμοποίηση όμως που επιδρά γενικότερα ψυχολογικώς πάνω σε άλλο άτομο, δηλαδή χρησιμοποίησής της σε συνδυασμό με στοιχεία κατώτατης πνευματικής υποστάθμης (κολακεία, ψέμα, ραδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, «συμπαθής» μορφή του βλάκα ακόμα, επίκληση της πολυτεκνίας του, προσφορά ανήθικων και εύκολων υπηρεσιών στο κολακευόμενο πρόσωπο, «χαφιεδισμός», «ξεσκονίσματα», το «κάνει τον καραγκιόζη», ή τον ζιγκολό, χειροφιλήματα στον «Εθνικό Κυβερνήτη», εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων, μεταφορά λαχανικών, κ.λ.π.) τέτοια, λέμε, χρησιμοποίηση της πονηρίας, κατάσταση θετική, ενεργός και προσοδοφόρα, ονομάζεται επιτηδειότητα. (Εδώ εντάσσονται και κάμποσοι «λαμπροί» καλλιτέχνες και λόγιοι που στη ζωή τους πηγαινοέρχονταν στην «Αριστερά», οι οποίοι σιτίστηκαν από την 4η Αυγούστου, ορισμένοι έγραψαν και τους ύμνους του καθεστώτος όπως οι Σκουλούδης, Μυριβήλης, Βρεττάκος. Άλλοι: Απ. Δασκαλάκης, Ν. Τωμαδάκης, Μ. Λουντέμης, Κ. Σούκας, Γ. Βαλέτας, Ν. Παππάς, Ρ. Μπούμη-Παππά, Β. Δασκαλάκης, Α. Τερζάκης, Μ. Κανελής…)

Εδώ συμβαίνει κοσμοϊστορικό γεγονός: ότι η δύναμη αυτών των μέσων επικράτησης των βλακών είναι τέτοια – λόγω της ευτέλειας και της διανοητικής κατωτερότητας των κολακευόμενων προσώπων – ώστε ο βλάκας, κατά παράβαση – φαινομενικά – της βλακείας του, να φτάνει στον σκοπό του και να προωθείται ή να επικρατεί! Δεν γνωρίζουμε όμως, μα την αλήθεια, ποια κατηγορία βλακών είναι εδώ πιο επικίνδυνη και ψυχολογικά η πιο αποσυνθετική για την κοινωνία: εκείνη η οποία κατορθώνει τα παραπάνω, ή εκείνη – γιατί δημιουργείται και δεύτερη – η οποία θεωρεί σαν ευφυείς τους βλάκες που αναφέραμε; (Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι «ευφυέστατοι» εκείνοι αριβίστες πάσης φύσεως του δημοσίου βίου, που πιστεύουν πως δεν έχει καμιά σημασία τι κάνει και τι λέει κάποιος σήμερα και αύριο, γιατί «μέσα στη σύγχυση του λαού λησμονούνται τα πάντα», παραγνωρίζοντας οι άτυχοι το γεγονός, ότι, αν τυχαίνει να «λησμονεί ο λαός», δεν λησμονούν όμως τα στελέχη και οι ηγέτες του, και ότι κι αν ακόμα ολόκληρος ο λαός αποτελείται από λωποδύτες και παλιανθρώπους, αυτός ο ίδιος ακριβώς ο λαός έχει την μοχθηρή αξίωση να μην είναι τέτοιοι οι αναδεικνυόμενοι απ΄ αυτόν, ή εκείνοι οι οποίοι οπωσδήποτε επηρεάζουν τις τύχες του, και που από ένστικτο αυτοσυντήρησης και δικαιοσύνης – γιατί εφοδιασμένοι με περισσότερα μέσα τον ανταγωνίζονται αθέμιτα – επιθυμεί να είναι άσπιλοι, αλλιώς τους τιμωρεί). Γιατί μόνο από την άποψη της δεύτερης αυτής κατηγορίας των βλακών μπορεί να μπει το ερώτημα: ποιος είναι ο βλάκας, αυτός που κολακεύει, ή αντίθετα, αυτός που κολακεύεται; Αλλά δεν αμφισβητείται ότι όλα αυτά τα μέσα «επιτηδειότητας» είναι άσχετα εντελώς με την ευφυΐα και ότι κανείς ευφυής δεν έχει ανάγκη να τα χρησιμοποιήσει, αφού αυτός επικρατεί με την αξία του. ούτε αμφισβητείται ότι είναι τα ευκολότερα «πνευματικώς» μέσα. Ότι ο κολακευόμενος, αν πιστεύει στην ειλικρίνεια του επιτήδειου είναι βλάκας, ούτε αυτό αμφισβητείται. Πώς όμως μπορεί ν΄ αμφισβητηθεί ότι αν ο κολακευόμενος είναι βλάκας, βλάκας είναι υποχρεωτικά κι εκείνος που πείθει έναν βλάκα; Γιατί, αλίμονο, κανείς ευφυής έως τώρα δεν μπόρεσε να πείσει βλάκα και καμιά συνεννόηση δεν πέτυχε ποτέ μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων. «Δυο κεφάλια για να συνεννοηθούν πρέπει να είναι εξ ίσου άδεια ή εξ ίσου γεμάτα» είπε κάποτε επιγραμματικότατα ο πρύτανης της ελληνικής δημοσιογραφίας, διευθυντής της «Νέας Ημέρας» (Ι.Λ.Χαλκοκονδύλης 1874-1951).

Η κλασσική κάθε φορά αποτυχία των ευφυών εκείνων ανθρώπων που κάποτε προσπάθησαν προς στιγμήν να μπουν στον ψυχοδιανοητικό κόσμο των βλακών για να τους πλησιάσουν, με σκοπό να πετύχουν κάτι από τους πανίσχυρους αυτούς εξουσιαστές των υψηλότερων αξιωμάτων, υπήρξε πραγματικά τραγική, έως το σημείο να οδηγηθούν αυτοί οι άτυχοι στην απελπισία, καμιά φορά και στον θάνατο, ενώ ποτέ κανένα σύννεφο δεν διατάραξε την αξιοθαύμαστη σύμπνοια μεταξύ των βλακών. Σαν αναμφισβήτητη συνέπεια η παραπάνω δεύτερη κατηγορία αυτών θεωρεί τους ευφυείς αυτούς βλάκες! Υπάρχει και τρίτη κατηγορία βλακών, πιο κυνική και η οποία με κομψοπρέπεια παροξύνοντας τα πράγματα λέει: «η μεγαλύτερη βλακεία είναι η ευφυΐα!», κρίνοντας ωφελιμιστικά και χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς την…δική της θέση.

Αν ο βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των φτωχών πνευματικών του μέσων, απ΄ την ίδια έλλειψη ανώτερων πνευματικών μέσων οδηγείται και στην απάτη. Όπως είναι γνωστό, απάτη είναι η αποσιώπηση της αλήθειας, ή η παρουσίαση ψευδών πραγμάτων σαν αληθινών. Από τον ίδιο τον ορισμό της συμπεραίνεται ότι, η απάτη δεν εξηγεί την ευφυΐα του απατεώνα – γιατί κάθε άνθρωπος μπορεί να παρουσιάσει ψεύτικα πράγματα σαν αληθινά και ο ίδιος ο βλάκας – αλλά την ευπιστία του θύματος. Ότι λοιπόν ο βλάκας καταφεύγει σ΄ αυτήν σαν διανοητικά ευκολότερο μέσο, επειδή στερούμενος ευφυΐας είναι ανίκανος να μεταχειριστεί έντιμα μέσα είναι αυτονόητο, γιατί έντιμα μέσα, σαν δυσκολότερα, χρησιμοποιεί μόνον αυτός που έχει πραγματική προσωπική αξία. Από πού λοιπόν προέρχεται η πλατιά διαδεδομένη αντίληψη, ότι ο απατεώνας όχι μόνον αποκλείεται να είναι ευφυής, αλλά υποχρεωτικά είναι βλάκας; Αυτή η αντίληψη προέρχεται από την θεωρία του βλάκα σχετικά με την ευπιστία. Συνηθισμένος ο βλάκας να «σκέφτεται» όχι με τον διανοητικό μηχανισμό, αλλά με χοντροκομμένες απ΄ έξω εντυπώσεις, δεν ερευνά τις αιτιοκρατικές σχέσεις, αλλά περιορίζεται στο γεγονός μιας επιτυχημένης απάτης, γεγονός από το οποίο και μόνο συμπεραίνει την βλακεία του θύματός του και την ευφυΐα του απατεώνα.

Νομίζουμε ότι επαρκώς αναλύθηκε ότι η απάτη δεν οφείλεται στην ευφυΐα. Ότι όμως, η ευπιστία του θύματος αποτελεί βλακεία, αυτό είναι αληθινό μνημείο «βλακικής» διάνοιας και πολιτιστικής υποστάθμης. Γιατί η ευπιστία ενός ατόμου που προϋποθέτει τα άλλα άτομα σαν έντιμα (και συνεπώς σαν ευφυή) είναι ασφαλώς το μέγιστο των τεκμηρίων της πνευματικής του ανάπτυξης και του πολιτισμού του. όσο ψηλότερα στις βαθμίδες της ευφυΐας και του πολιτισμού στέκεται ένα άτομο ή ένας λαός (οι Ευρωπαίοι σε σχέση με τους Ανατολίτες) τόσο περισσότερο εύπιστος είναι. Ο τελευταίος των βλακών θα μπορούσε να εξαπατήσει έναν Καντ ή έναν Μπετόβεν και ο τελευταίος των Ελλήνων έναν Ευρωπαίο… Το μειδίαμα του οίκτου που σκορπούν οι «αφελείς κουτόφραγκοι», δημιουργοί των πνευματικών αξιών και εξουσιαστές του κόσμου, πάνω στους δύστυχους «έξυπνους» της Μεσογείου και της Ανατολής, ας είναι η τιμωρία των βλακών για τούτη την «θεωρία» τους!

Ότι ο βλάκας ακολουθώντας την ένστικτη καχυποψία του, βρίσκεται μέσα στην πραγματικότητα, αυτό είναι αναμφισβήτητο και τον τοποθετεί στον κοινωνικό βίο σε «ανώτερη» μοίρα π.χ. του μεταφυσικού, του οποίου ο ενστικτώδης κόσμος έχει πάθει νοσηρή ατροφία σε σχέση με τον διανοητικό του κόσμο, που έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Εάν δεχθούμε, όπως είμαστε υποχρεωμένοι, πρώτον ότι το ένστικτο είναι αλάθητο σαν ανεξήγητο και άφθαρτο, δεύτερον ότι ο κόσμος των ενστίκτων είναι ο κατ΄ εξοχήν φυσικά υγιής κόσμος, τρίτον ότι η κοινωνία σαν συνέχεια της φύσης είναι υγιής οργανισμός που αποτελείται από υγιή άτομα, τότε το συμπέρασμα για την υπεροχή του βλάκα πάνω στο μεταφυσικό στην κοινωνία, είναι συμπέρασμα αναγκαστικό και ανέκλητο, που επαληθεύεται άλλωστε από φυσική αναγκαιότητα, από αυτή την ίδια κοινωνική πραγματικότητα όλων των εποχών και των λαών. Το ότι οι μεταφυσικοί επικράτησαν (όχι άνθισαν) σ΄ εποχές παρακμής των κοινωνιών, δεν είναι «τυχαίο». Ο βλάκας, όπως ειπώθηκε, επειδή διαισθάνεται μέσα στην καχυποψία του την επίθεση από την μεριά του ευφυούς, είναι θεμελιακά μέσα στην πραγματικότητα, γιατί νιώθει σωστά τον κίνδυνο να καταλήξει κοινωνικά στην κάτω τάξη. Εάν με την καχυποψία αυτή και μόνο προστατεύεται από τον φυσικό προορισμό του, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Είναι φανερό, ότι το ένστικτο αποτελεί μέσο προσανατολισμού και βασικής άμυνας στον πρωτόγονο άνθρωπο, δεν αποτελεί όμως μέσο επικράτησης και υπεροχής στην προηγμένη κοινωνία με προηγούμενο κοινωνικό διαφορισμό και ανάπτυξη των νοητικών μέσων του ανθρώπου (των οποίων η κατά άτομα ανισότητα είναι εξ ίσου φυσικά δεδομένη). Στην περίπτωση αυτή, ο βλάκας μοιάζει με το ζώο το οποίο από ένστικτο ξέρει να γλιτώνει από κάθε κίνδυνο, εκτός από την ανώτερη ωμή βία στη ζούγκλα, μπαίνοντας όμως σε κεντρικό δρόμο μεγαλούπολης, βρίσκεται ξαφνικά κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο είναι άγνωστη κι ακατανόητη γι΄ αυτό μηχανή, που βασίζεται βέβαια κατά τελευταίο λόγο, στο ένστικτο του ανθρώπου, αλλά έχει κατασκευαστεί με το μυαλό του. με ποιον τρόπο βρίσκονται κιόλας οι πνευματικά κατώτεροι άνθρωποι κάτω από τις ρόδες διαφόρων κοινωνικών «αυτοκινήτων», το δείχνει η θέση τους στην κάτω τάξη. Αυτή την «μηχανή» βέβαια, δεν μπορεί να την αποφύγει ο βλάκας, που η άνοδός του είναι αυστηρά περιορισμένη μέσα σε ορισμένα πλαίσια. Τέλος, ότι ο μεταφυσικός, ούτε το ζώο ούτε τον βλάκα μπορεί να περιπλέξει σε ρόδες, αυτό είναι ευνόητο από το γεγονός ότι ο μεταφυσικός καβαλάει τον Πήγασο…

Σχετικά με την προέλευσή τους, διαπιστώνεται πως η παραγωγή βλακών δεν είναι «ταξική». Η πονηρή φύση δεν έδωσε σε μιαν ορισμένη κοινωνική τάξη αυτό το ζηλευτό προνόμιο. Όπως φαίνεται, χάρισε άφθονα στην εκάστοτε άνω τάξη απλώς τους διασκεδαστικότερους τύπους βλακών, αλλά δεν στέρησε καμιά άλλη κοινωνική τάξη από την σοβαρή συμβολή τους…Ο βλάκας υπουργός που άγεται και φέρεται από τους υπαλλήλους του και τα μέλη του εργατικού σωματείου που εκμεταλλεύεται ο πονηρός εργατοκάπηλος, αποτελούν δυο αντίθετα παραδείγματα του γεγονότος, ότι η βλακεία δεν έχει ταξική πατρίδα. Και είναι κυρίως ψυχολογικά τα περιεχόμενα που δημιουργούν τις ποικιλίες και τις παραλλαγές των βλακών. Ο fils ‘a papa (το παιδί του μπαμπά) της πάνω τάξης που λόγω φυσικής ατροφίας του κόσμου του της βούλησης, παίρνει σοβαρά υπ΄ όψιν της ατελείωτη σειρά των απαγορεύσεων της οικογένειάς του καθώς στερείται και πνευματικότητας δικής του, καταντάει στο τέλος τύπος χωρίς την παραμικρή προσωπικότητα. Αυτός ονομάζεται από την τάξη του με πολλή επιείκεια «καλό παιδί» και στην αντικειμενική διάλεκτο θα μπορούσε να ονομαστεί «ευπρεπής βλάκας», ενώ το «παιδί του λαού» στην ίδια περίπτωση ονομάζεται από τον ευφυέστερο και κυριολεκτούντα λαό, πολύ δραστικά «κόπανος». Σημαντικά αυστηρότερη είναι οπότε η φυσική επιλογή μέσα στην κάτω τάξη: π.χ. ο fils ‘a papa στην μαθητική του ηλικία απολαμβάνει την αγωγή, τα μορφωτικά μέσα και τις περιποιήσεις της τάξης του και παραμένει ψυχικά αμείωτος, πράγμα που μεγαλώνει την γελοία αυτοπεποίθησή του στα γεράματά του, και μπορεί να φτάσει ανενόχλητα και σε υψηλά αξιώματα, η δε ατομική του ύπαρξη, πράγμα αχρείαστο, είναι γνωστή στην κοινωνία.

Αντίθετα, το παιδί του λαού, και σκληρότερα χειραγωγείται από τους γονείς και τους συμμαθητές του στο σχολείο, έως την πλήρη ψυχική εξουθένωση με σκληρή υποτίμηση, προπηλακισμούς, φάρσες, βρισιές και βιαιοπραγίες, και δυσκολότερο είναι μετά απ΄ αυτά να ανεβεί στην κοινωνική κλίμακα. Ο βλάκας των λαϊκών τάξεων έτσι, και συμπαθέστερος είναι και άγνωστος και λιγότερο επικίνδυνος και γελοίος σαν σεμνότερος και στερημένος από αυτοπεποίθηση ή έπαρση, από τον βλάκα των ανώτερων τάξεων. Αυτός ο τελευταίος, λόγω ατροφίας της βούλησης και της μαλθακότητας του οικογενειακού του περιβάλλοντος, αποκτάει και αηδιαστικό γυναικωτό χαρακτήρα. Αλλά, το πνευματικό προλεταριάτο κάθε ταξικής καταγωγής είναι ενιαίο.

Τέλος, η ηθική σχέση μεταξύ βλάκα και επιτήδειου ή απατεώνα, είναι απροσδόκητα διαφορετική από εκείνη που νομίζει συνήθως η «κοινή γνώμη». Ο συνηθισμένος κοινωνικός άνθρωπος θεωρεί τον επιτήδειο και τον απατεώνα σαν ανήθικους, αλλά και σαν κατηγορίες του ευφυούς.

Συμβαίνει όμως τελείως το αντίθετο: ο επιτήδειος και ο απατεώνας είναι κατηγορίες του βλάκα. Και να πώς: είπαμε παραπάνω, ότι η πονηρία, εκτός αν είναι μέσον άμυνας των ευφυών όχι εναντίον των βλακών αλλά εναντίον της πονηρίας τους, αποτελεί φυσική ιδιότητα των βλακών και μάλιστα την φυσική συνέπεια του γεγονότος, ότι λόγω ατροφίας του διανοητικού τους μηχανισμού, αποτελεί την μόνη άμυνά τους εναντίον κάθε επίθεσης που έρχεται απ΄ έξω. Από την διαπίστωση αυτής της αλήθειας, μέχρι την παρακάτω αλήθεια, υπάρχει ένα και μόνο βήμα: ότι μόνον ο πνευματικά ανάπηρος έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί ή επικρατήσει. Κανένας άνθρωπος αξίας δεν έχει ανάγκη να γίνει επιτήδειος ή απατεώνας.

Η καθημερινή κοινωνική πείρα διδάσκει ότι τα επίθετα αυτά ποτέ δεν μπόρεσαν να «κολλήσουν» σε ανθρώπους πραγματικής αξίας, που αν υπήρξαν μισητοί, χαρακτηρίστηκαν ίσως σαν «κακοί», σαν «καταχθόνιοι», σαν «γόητες», σαν «τορπιλητές» ή σαν «λιβελογράφοι», ποτέ όμως σαν επιτήδειοι ή απατεώνες, κι όταν ακόμα υπήρξαν συντηρητικοί στις σχέσεις τους με τους υπόλοιπους ανθρώπους και κατόρθωσαν πάντα να προωθηθούν ή να επικρατήσουν! Άλλωστε, απόλυτη εσωτερική συνέπεια της πνευματικής αναπηρίας του βλάκα, είναι όχι μόνο η αγελαία του τάση, όχι μόνον η προώθηση του «πλάτη με πλάτη» με την λεγεώνα των ομοίων του, όχι μόνον η προσφυγή στα πιο φτηνά μέσα της επιτηδειότητας, στην έλλειψη αντίθετης γνώμης, στην προσφορά εύκολων και ανήθικων εκδουλεύσεων και στην κολακεία, αλλά και η συστηματική αποφυγή κάθε σύγκρουσης και κάθε μάχης. Κι όταν ακόμα ο βλάκας με την μορφή του επιτήδειου ή του απατεώνα αναγκαστεί να δώσει μάχη, θα την δώσει με τα ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψέμα, την διαστροφή, την ραδιουργία και την συκοφαντία.

Από δω βγαίνει και το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότητα είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών!

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Οι παρακμασμένοι, εύκολα χρεωκοπούν



Άρθρο του X.K. Λαζαρόπουλου


Πώς να στοιχηθούν οι λέξεις όταν η δυσφορία που επιβάλλουν πολιτικοί δέσποτες και κηδεμόνες δεν επιτρέπει κανενός είδους κήρυγμα; Πώς να ονειρευτούμε καλύτερες ημέρες όταν βλέπουμε ολόκληρη την κοινωνία μας βουτηγμένη στην παρακμή μέχρι το μεδούλι; Έτσι ζούμε εδώ και δεκαετίες.


Τα πρόσωπα γίνονται προσωπεία. Η εξυπηρέτηση μετεξελίσσεται σε διαφθορά. Το καθήκον παραφράζεται σε αυθαιρεσία. Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και στα κεκτημένα των πιο ευάλωτων παίρνουν το σχήμα μπουκαλιού με βενζίνη στα χέρια θερμοκέφαλων, όχι απαραίτητα φτωχών ή νεόπτωχων. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν ζημιές και απώλειες. Πότε είναι υλικές, φθαρτές και αναλώσιμες. Πριν από λίγο καιρό όμως ζήσαμε τη φρίκη της απώλειας τριών αθώων ανθρώπων στο όνομα της δολοφονικής βουλιμίας ενός συστήματος που επιβάλλει μεταρρυθμίσεις και δεν παράγει πολιτική.

Κάποιοι έσπευσαν να θυμηθούν στην Αργεντινή του 2001. Δεν σκέφθηκαν όμως πως τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία είναι οι μόνες χώρες της Ευρώπης που μοιάζουν τόσο πολύ σε κάποια λατινοαμερικανικά κράτη σε αποσύνθεση. Όποτε θέλησαν οι εξωγενείς πάτρωνες (Άγγλοι, Αμερικανοί, Γερμανοί και διάφοροι άλλοι) επέβαλαν γραμμές και κανόνες. Είναι οι ίδιοι που θέλουν να βρισκόμαστε σε «εμπόλεμη κατάσταση» με τους γείτονες, ενώ τονώνουν το κατεστημένο της γείτονος να βρίσκεται σε πολεμική εγρήγορση στο όνομα μιας μεγάλης ονείρωξης για την «οθωμανική κληρονομιά» στο Αιγαίο.

Κι εντάξει η Τουρκία έμαθε μετά την τελευταία χούντα του 1980. Στην από εδώ πλευρά βρέθηκαν κάτι ρομαντικά στρατιωτάκια που πίστεψαν το 1967 ότι θα γίνουν σωτήρες. Έβαλαν στο γύψο τα μυαλά πολιτών και πολιτικών επί επτά έτη, οι ασθενείς ωστόσο έμειναν από τότε με «ανήκεστον βλάβην».

Αυτοί που άκουγαν εμβατήρια με την τσίμπλα στο μάτι και ηδονίζονταν με το νυκτερινό σιωπητήριο, μέσα σε μια νύχτα πήραν κασέτες του Θεοδωράκη για να μεθύσουν τον ήλιο. Βαφτίστηκαν «γενιά του Πολυτεχνείου» χωρίς να ξεκαθαρίζουν αν ήταν μέσα ή απ’ έξω με μαύρα γυαλιά. Με αυτήν την υποκρισία κι αυτά το ψέματα γαλουχήθηκε η γενιά μας ακόμα κι από τους υποτιθέμενους πολιτικούς νέας κοπής.

Έχει δίκιο ο Βρετανός ιστορικός Τόνυ Τζουντ όταν λέει πως είναι περισσότερο ηθική παρά οικονομική η κρίση στην Ελλάδα. Πώς να μην είναι όταν η ντόπια δημοσιογραφική πιάτσα έχει αναγάγει ένα χοντρό - σεξιστή – είρωνα – χαβαλέ σε ιθαγενή Λάρυ Κινγκ; Πώς γίνεται να χρεωκοπεί η χώρα και να σέρνεται στο περιθώριο της Ευρώπης ενώ τα ΜΜΕ αυτοϊκανοποιούνται με ερωτικά βίντεο; Πώς να μη σιχαθεί κάνεις, όπως σωστά σχολιάζει ο Π. Τριτάρης στο “C&T” τους Αριστερούς που έχουν γίνει ρήτορες του οικονομικού νέο-φασισμού;

Έχει δίκιο ο κ. Τζουντ όταν λέει: «Οι Έλληνες να διαβάσουν τους κλασικούς συγγραφείς για να καταλάβουν καλύτερα ότι η διαφθορά (οικονομική, θεσμική και ηθική) είναι η αρχή του τέλους για τις ελεύθερες κοινωνίες».
Διότι ως γνωστόν, οι παρακμασμένοι χρεωκοπούν ακόμα πιο εύκολα.

Δείτε ακόμα:______________________________________________________________

http://paliakokkinia.blogspot.com/2010/05/blog-post_11.html
«Ο νέος εμφύλιος» - Άρθρο του Παναγιώτη Τριτάρη

http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4573641
«Να γίνετε κοσμοπολίτες» - Συνέντευξη του Βρεταννού ιστορικού κ. Τόνυ Τζουντ στα «Νέα» (08 Μαΐου 2010)

http://paliakokkinia.blogspot.com/2010/05/blog-post_12.html
«Τι μας φταίει τελικά» - Άρθρο του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Άκρως εμπιστευτικό (κι απόρρητο)


Άρθρο του Δημήτρη Βάρου*
«Σύντροφε Γιώργο
Κάπου διάβασα πως η ιστορία με το ΔΝΤ σε έχει στεναχωρήσει τόσο που σου έχουν ασπρίσει τα μαλλιά.
Παρηγορούμαι με σκέψη πως τα διαδίδεις επίτηδες όλα αυτά, στους πάντα πρόθυμους δημοσιογράφους, για ευνόητους λόγους… Πιστεύω πως κατά βάθος είσαι πανευτυχής, αφού μέσα σε έξι μήνες κατάφερες τόσα, όσα δεν κατάφεραν επί δεκαετίες όλοι οι προηγούμενοι Παπανδρέου. Και οι Καραμανλήδες μαζί.
Να τα απαριθμήσω;
- Έφερες επιτέλους στη χώρα, σε χρόνο ρεκόρ μάλιστα, την περιπόθητη «Αλλαγή» που από το 1980 την ακούγαμε αλλά δεν τη βλέπαμε. Και τι «Αλλαγή» μεγάλε…
- Κατάφερες μέσα σε μια νύχτα, αυτός ο εν μακαρία υπνώσει λαός να συνειδητοποιήσει όχι μόνο ότι η χώρα του χρεοκόπησε οικονομικά, αλλά και ότι εδώ και 35 χρόνια είναι ήδη χρεοκοπημένη πολιτικά, κοινωνικά αλλά και πολιτιστικά. Κάτι που είναι ακόμα χειρότερο…
- Πέρασες με θαυμαστή ευκολία το μήνυμα που μάταια προσπαθούσαν χρόνια τώρα να περάσουν στρατιές ποιητών, συγγραφέων και τραγουδοποιών. Πως από τη μια το συστηματικό ξεχαρβάλωμα της Παιδείας και από την άλλη τα χαζοχαρούμενα κανάλια-μαριονέτες, γαλούχησαν γενναίες ηλιθίων οι οποίες τώρα αδυνατούν να κατανοήσουν πως τους συνέβη αυτό που τους συνέβη, τι ακριβώς είναι αυτό που τους συνέβη και -το χειρότερο- αδυνατούν να σκεφτούν με ποιο τρόπο μπορούν να αντιδράσουν σ’ αυτό.
- Έπεισες και τον πλέον αφελή το πόσο Καραγκιόζηδες ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια που κουνώντας πλαστικές σημαιούλες, φέρναμε στα πράγματα ανίκανους, υποτελείς και απάτριδες, οι οποίοι διόριζαν αγράμματους για να καθορίζουν τα της Παιδείας, εγκάθετους για να διοικούν το στράτευμα, εθνικά ύποπτους για να κάνουν εξωτερική πολιτική, λιγούρηδες για να χειρίζονται τα δημόσια ταμεία και διεφθαρμένους για να μοιράζουν τα δημόσια έργα.
- Αποκάλυψες τη γύμνια της Ενωμένης Ευρώπης που είναι μανούλα στο να εμπορεύεται γαϊδάρους και να μεταχειρίζεται τους πολίτες της ως γαϊδάρους αλλά δεν είναι σε θέση να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο.
- Εκδικήθηκες τους Γερμαναράδες που μας έλεγαν σπάταλους και καλοπερασάκηδες επιβάλλοντας στους Έλληνες μισθωτούς και συνταξιούχους να τα βγάζουν πέρα με το ένα-τρίτο των αποδοχών των Γερμανών και με πολύ ακριβότερα σουπερ-μάρκετ από αυτούς. Ακόμα και το Παγκόσμιο Κύπελλο να πάρουν αύριο, τέτοια ντροπή δεν ξεπλένεται.
- Δίδαξες τι πραγματικά σημαίνει ανταγωνιστικότητα. Πώς ο κάθε έλληνας επιχειρηματίας, απαλλαγμένος από το βαρύ εργατικό κόστος να μπορεί να συναγωνίζεται στα ίσια τον κάθε ευρωπαίο συνάδελφό του σε βίλες, κότερα, λίαρ-τζετ, ψώνια στην Μποντ Στριτ και διακοπές στα Μπαρμπάντος.
- Διόρθωσες τα λεξικά αποσαφηνίζοντας ότι αυτός που κλέβει μικροποσά είναι κλέφτης και πάει φυλακή, ενώ αυτός που κλέβει εκατομμύρια είναι πολιτικός και δίνει διαλέξεις.
- Έδειξες σε κάθε εργαζόμενο τον σεβασμό σου στην ιερότητα του ελεύθερου χρόνου, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα. Φόρτωσες τη δουλειά, την οποία σε εκλέξαμε να κάνεις, σε μια τρόικα αλλοδαπών. Μετά πήρες το κανό σου και πήγες στις παραλίες της Πάρου.
Κι αν αυτός ο τόπος δεν σε καταλάβει τελικά, και άρα δεν σε καταχωρήσει στις χρυσές σελίδες της ιστορίας του, σκοτίστηκες. Θα υπάρχεις εσαεί ως χρυσοποίκιλτο κάδρο στην Κομισιόν, στην Γκόλντμαν Σαξ, στη λέσχη Μπιλντεμπεργκ, στη Μεγάλη Μασονική Στοά και σε όλα τα άλλα ευαγή ιδρύματα του ελεύθερου κόσμου, ο οποίος αναπνέει πολύ πιο ελεύθερα από τότε που κατέρρευσε ο σοσιαλισμός. (Όχι ο δικός μας, ο άλλος).
Ο σύντροφός σου
Λάκης»...


____________________________________________________________________

* Ο Δημήτρης Βάρος είναι ποιητής, δημοσιογράφος και φωτογράφος। Γεννήθηκε στηη Χίο। Σπούδασε δημοσιογραφία στοο Λονδίνο και διετέλεσε διευθυντής σύνταξης και διευθυντής στις εφημερίδες Χιακός Λαός, Ακρόπολις, Έθνος, Πρώτη, Έθνος της Κυριακής, Τύπος της Κυριακής και σε πολλά οικονομικά, πολιτικά και τεχνικά περιοδικά όπως Ελληνική Ναυτιλιακή, Χρόνος, Κεφάλαιο, Logistics & Management, Car & Truck, Ecotec, Εργοταξιακά Θέματα κ.ά.Εξέδωσε τα βιβλία Φρύνη, Θηρασία, Ανδρομέδα, Ω ξειν, We are Geeks, Panting with a camera κ.α.

Περισσότερα: http://www.varos.gr/indexgr.htm

Διαβάστε σχετικά:_________________________________________________________
Ο δρόμος προς τη δόξα - Άρθρο του Δημήτρη Βάρου

Τι μας φταίει τελικά…

Άρθρο του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου
Όταν το 1989 έκανα τα πρώτα βήματα στη δημοσιογραφία στην εφημερίδα «Ακρόπολις», ένας από τους πρώτους μου δασκάλους στην τέχνη του ρεπορτάζ, ο αείμνηστος διευθυντής της Γιάννης Ναζλίδης με συμβούλευε να αφουγκράζομαι την αντίληψη της κοινωνίας ως ρεπόρτερ και να μην επιχειρώ την προώθηση οποιασδήποτε «κατεύθυνσης» ως «διαμορφωτής κοινής γνώμης».

Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε. Σε μια μοναδική σύναξη των συντακτών της «Α», το καλοκαίρι του 1990, είχα ρωτήσει τον αρθρογράφο της εφημερίδας, τον Αλέκο Σακελλάριο, τι εννοούσε τότε ο διευθυντής μας μου είχε πει: «Διαβάζεις τα “Υστερόγραφα” που γράφω; Πολύ πριν γράψω και καταλήξω στη γνώμη που θα εκφράσω, ακούω, βλέπω και σκέφτομαι όσα συζητιούνται γύρω μου. Στους δρόμους, στα καφενεία, στις στάσεις, στα λεωφορεία μπορείς να ακούσεις τι απασχολεί τον κόσμο και να το κάνεις ρεπορτάζ», μου είχε πει αυτή η μορφή της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος διακρίνονται από μία ακατάσχετη φλυαρία με όσα δεν έγιναν, αυτά που έπρεπε να γίνουν, εκείνα που θα έκαναν διάφοροι λαϊκοί σωτήρες ή εν δυνάμει κριτές. Είναι όλοι αυτοί που βγαίνουν τόσο στα έντυπα, όσο και στα ηλεκτρονικά Μέσα διατυπώνοντας διάφορες απόψεις. Όλες έχουν ένα κοινό παρονομαστή.
Οι περισσότεροι μιλούν για μεγέθη, τακτικές (σε τρίτο είδος υποθετικού λόγου), στατιστικές, θεωρίες και ιστορίες. Πουθενά δεν υπάρχει επιχείρημα. Ο πολιτικός λόγος και κυρίως το χειροπιαστό αποτέλεσμα ως απόδειξη έργου απουσιάζουν.
Ακόμα και η Αριστερά που πάντοτε έδινε ερεθίσματα προβληματισμού και υπεδείκνυε λύσεις, φαίνεται πως εγκλωβίστηκε στην φαινομενικά προοδευτική και σοσιαλίζουσα ρητορεία προσώπων που έλεγαν πως ήταν η «γενιά του Πολυτεχνείου» και μεταλλάχθηκαν στη «γενιά της διαπλοκής».

Προσωπικώς ούτε το Πολυτεχνείο, ούτε η διαπλοκή μού λένε κάτι. Ίσως να είχαν σημασία αν ξέραμε πού πήγαν τα λεφτά που χάθηκαν με το «κόλπο του χρηματιστηρίου», πώς χάθηκαν περιουσίες με τις «αντιπαροχές» μετά το σεισμό του 1999, πότε δρομολογήθηκε το σχέδιο βίαιης εξαθλίωσης του ελληνικού λαού, γιατί τα αποθεματικά των ταμείων έγιναν λεία για τζογαδόρους.
Αυτά διερωτάται ο κόσμος στους δρόμους και κανείς μας (από το δημοσιογραφικό συνάφι) δεν τολμούμε να απαντήσουμε, εγκλωβισμένοι στον καννιβαλισμό του ψευτοβολέματος. Για όποιον έχει αντίρρηση, ας ακούσει τον «Νεοέλληνα» του Πανούση κι ας σκεφτεί (αν προλαβαίνει).
___________________________________________________________________

Διαβάστε σχετικά: _______________________________________________
Ο νέος εμφύλιος - Άρθρο του Παναγιώτη Τριτάρη
Αν έχουν κότσια, ας τολμήσουν - Άρθρο του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου




Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Ο νέος εμφύλιος


Άρθρο του Παναγιώτη Τριτάρη*

Πρώτη φορά! Πρώτη φορά στα χρόνια που κάνω τούτη τη δουλειά και οι λέξεις μοιάζουν σαν μπαλόνια που χάνονται δρομαία στον ουρανό έχοντας απολέσει και το τελευταίο νήμα του νοήματός τους.
Ποτέ άλλοτε αυτό το κείμενο δεν έμοιαζε τόσο πολύ στενάχωρο, τόσο κοντινό με ένα ξόδι. Δεν έχω τι να σας πω. Και δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος λόγος να σας πω τίποτε. Ιδίως σε μια σελίδα που θα μείνει στα περίπτερα ένα μήνα. Και που κινδυνεύει από την ώρα που θα τυπωθεί να είναι ήδη ξεπερασμένη από τα γεγονότα.
Κοιτάζω σήμερα –μια μέρα μετά τον θάνατο των εργαζομένων στην Μαρφίν- τους μετα-έλληνες της κρίσης και βλέπω κάτι ψυχές βαρίδια να ετοιμάζουν το νέο μας εμφύλιο. Μπροστά στα μάτια μου σήμερα το πρωί, ένας απλός διαπληκτισμός για ένα κορνάρισμα, μέρα μεσημέρι, μετατρέπεται σε μία απίστευτης βιαιότητας σκηνή.
Ο νικητής, ένα καλοζωισμένο παλικάρι στα 35 του, καβαλάει το Golf GTi του και φεύγει, με το ακριβό του πουκάμισο γεμάτο αίματα και… ξεκαρδισμένος στα γέλια. Lupus lupi homo est.
Δεν έχω και πολλά να σας πω. Διαβάζω περισπούδαστες αναλύσεις αλλά χωρίς λύσεις. Διαβάζω μελοδραματικά κείμενα και με πιάνουν τα νευρικά γέλια (ιδίως όταν ξέρεις ότι αυτοί που τα γράφουν είναι οι κωλοσφουγκάριοι και οσφυκοκάμπτες κάθε είδους εξουσίας). Ανοίγω την τηλεόραση και δεν ξέρω αν ήταν τελικά καλό που διέκοψαν την απεργία οι «δημοσιογράφοι» («Σήμερον: ο Τσε-Τράγκας και το καταραμένο ΠΑΜΕ») ή αν θα έπρεπε να τη συνεχίσουν για μια πενταετία ακόμα.

Κοιτάζω και βλέπω κομμουνιστές να μιλάνε σαν φασίστες και ακροδεξιοί να υπερασπίζονται την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω ανθρώπους ωραίους και υψηλούς να έχουν γονατίσει και να τρέφονται πια με τα σταφύλια της οργής.
Βλέπω παντού το μίσος όχι πια βουβό. Αλλά οργισμένο ποτάμι με μπαζωμένη την κοίτη και χτισμένες τις εκβολές του έτοιμο να εκραγεί και να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του.

Δεν έχω και πολλά να σας πω. Το «κόλπο» ήταν στημένο ωραία. Και στην παγίδα πέσαμε όλοι. Μόνο που βαυκαλιζόμασταν ότι ως περιούσιος λαός, ως ο λαός που έβγαλε τους Πλάτωνες και τους Κεντέρηδες θα την σκαπουλάραμε. Λαθέψαμε (ή μας δούλεψαν κάποιοι πιο μάγκες ημεδαποί και αλλοδαποί καιροσκόποι). Και ξαφνικά βρεθήκαμε να παρακολουθούμε την Ιστορία να τρέχει στο fast forward ενώ εμείς θέλουμε να ξαναδούμε το γλυκό replay της δανεικής ευμάρειας.
Δεν είναι μόνο ότι μας άδειασαν τις τσέπες. Δεν είναι ότι μας πήραν μέσα από τα χέρια την πλοκή της ζωής του καθενός μας. Είναι πάνω απ’ όλα ότι άδειασαν τις λέξεις μας από τα νοήματά τους. Και μας αφήνουν χωρίς εργαλεία συνεννόησης, χωρίς περιθώρια συναίνεσης, να οδηγηθούμε στο νέο μας εμφύλιο.
Δεν έχω πολλά να σας πω. Δεν έχω φυσεκλίκια (όπως και αρκετοί από εσάς) για τούτο τον πόλεμο σφαγής μεταξύ αλλήλων. Δεν θέλω αυτόν τον πόλεμο που ετοίμασαν για μένα και με υποχρεώνουν να τον ζήσω. Ιδίως όταν σιγά-σιγά σε τούτες τις στρατιές των μοναχικών εκδικητών θα προσχωρήσουν οι πεινασμένοι δεκαεξάχρονοι του MALL και οι όψιμοι φτωχοδιάβολοι των έκπτωτων Πόρσε.

Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μου. Και ούτε κανενός από εμάς. Αν θέλουν πόλεμο, θα πρέπει να ετοιμαστούν για τον πραγματικό. Και εκεί θα είμαστε όλοι από την ίδια πλευρά. Θα ΠΡΕΠΕΙ να είμαστε από την ίδια πλευρά.

Δεν έχω και πολλά να σας πω. Δεν είμαι καλός στους επικήδειους. Πολύ περισσότερο όταν αφορούν τα οράματα και τις επιδιώξεις της γενιάς μου. Δεν ξοφλήσαμε όμως. Και όσο υπάρχουν κάποιοι σκόρπιοι θύλακες αντίστασης, κάτι μυαλά γεμάτα σφρίγος και υπερένταση για την ζωή, τότε έχουμε ελπίδες. Όσο ξαποσταίνω στα μάτια της τετράχρονης Αθηνάς μου, όσο ξημερώνομαι σε μία φαντασμαγορική πλάτη γεμάτη «αύριο» και όνειρα, όσο φλέγομαι σαν έφηβος δεκαπενταύγουστος, όσο συναντώ φίλους που καταφέρνουν να αντιστέκονται στο μίσος με λογική και φρόνημα ακμαίο, ξέρω ότι δεν ξοφλήσαμε.

Μπορεί να μας πάρει λίγο καιρό να οργανωθούμε, μπορεί να δυσκολευτούμε να φτιάξουμε «γραμμές» και να σχεδιάσουμε τακτικές μάχης, όμως τελικά θα τα καταφέρουμε.

Δεν έχω και πολλά να σας πω. Ίσως μονάχα αυτό: Δεν ξοφλήσαμε!

___________________________________________________________________
*Ο Παναγιώτης Τριτάρης είναι δημοσιογράφος - διευθυντής σύνταξης σε περιοδικά.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Πού πήγε το «εθνικό κεφάλαιο»

«Επιτέλους!». Αυτό αναφώνησε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημ. Δασκαλόπουλος, μετά το πρόσφατο διάγγελμα του πρωθυπουργού. Ενθουσιάστηκε από τη σκληρότητα των μέτρων που εξαγγέλθηκαν. Τώρα που μπήκαμε σε επιτήρηση θα πλέει σε πελάγη ευτυχίας.
Τον περασμένο Οκτώβριο βρέθηκε σε μια έκθεση στο Λονδίνο κι αγόρασε ένα πίνακα 1,5 εκατ. δολ. Όσα θα βγάλει ένας εκπαιδευτικός δουλεύοντας 60 χρόνια ή ένας εμποροϋπάλληλος δουλεύοντας 80 χρόνια!
Είναι να μη χαίρεται με τη σκληρή λιτότητα (των εργαζομένων) και με την επιτήρηση;

Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει συσσωρευμένος τεράστιος πλούτος κι εμείς πρέπει πάλι να πληρώσουμε για χρέη που ποτέ δεν δημιουργήσαμε.
Τα τελευταία 12 χρόνια το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 60%. Αφού το δικό μας – των εργαζομένων – εισόδημα δεν αυξήθηκε καθόλου, ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΟΛΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ;
Σε 30.000 ελληνικές οικογένειες διαθέτουν στα τμήματα private banking των τραπεζών περίπου 50 δισ. € ενώ άλλα 40 δισ. έχουν καταθέσει Έλληνες πολίτες στο εξωτερικό. Μάλλον δημόσιοι υπάλληλοι θα 'ναι.
Μόνο οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες είχαν κέρδη: 11,8 δισ. € το 2009, 10 δις το 2008 και 11,3 δισ. το 2007. Η Εθνική Τράπεζα την τελευταία πενταετία είχε κέρδη 6,3 δισ. €. Το 2009 η ΔΕΗ πραγματοποίησε κέρδη 1,1 δισ. ενώ προέβλεπε ο προϋπολογισμός της 531 εκατ. €.
Ελληνικές επιχειρήσεις (υπολογίζονται 4.000) έχουν επενδύσει σχεδόν 20 δισ. € στο εξωτερικό, από τα οποία τα 16 δισ. ευρώ στα Βαλκάνια.
Την τετραετία 2004 – 2008 χαρίστηκαν πάνω από 9 δισ. € σε περίπου 50.000 επιχειρήσεις ( τα 5,1 δισ. από τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των κερδών από 35% σε 25% και 3,5 δισ. από τις δυο ρυθμίσεις περαίωσης ανέλεγκτων χρήσεων.)Υπάρχουν 10.000 υπεράκτιες (offshore) εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που διακινούν γύρω στα 500 δισ. € και το δημόσιο χάνει ετησίως από φόρους 6 δισ. ευρώ.Κάθε χρόνο οι καταναλωτές πληρώνουν και οι επιχειρήσεις εισπράττουν αλλά δεν αποδίδουν περί τα 6 με 6,5 δισ. € από ΦΠΑ.
Η εισφοροδιαφυγή φτάνει τα 8 δισ. € ετησίως.Πάνω από 5.000 επιχειρήσεις οφείλουν 31 δισ. € στο Δημόσιο.
Οι Έλληνες εφοπλιστές αγόρασαν το 2009 -χρονιά κρίσης- 164 μεταχειρισμένα πλοία διαθέτοντας 3,16 δισ. δολλάρια. Μικρό ποσό για τους εφοπλιστές. Ο ελληνικός εφοπλισμός ελέγχει σχεδόν το 20% του παγκόσμιου στόλου και το 40,9% της κοινοτικής ναυτιλίας. Αν και αποτελεί παγκόσμια δύναμη στηρίζεται σημαντικά από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η Εθνική Τράπεζα τους έχει δανείσει 3,5 δισ. €, η Πειραιώς 2 δισ. € κι ακολουθούν οι υπόλοιπες. Με τις δικές μας, τις λαϊκές αποταμιεύσεις–καταθέσεις οι τράπεζες χρηματοδοτούν το «θαύμα» της ελληνικής ναυτιλίας.
Κι επειδή είμαστε παραδοσιακά ναυτική χώρα δεν θα μπορούσε να υστερούμε και σε κότερα, θαλαμηγούς κλπ. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και Γιάννα Αγγελοπούλου πούλησαν τη θαλαμηγό τους -που ήταν η καλύτερη στη χώρα- κι αγόρασαν ένα υπερσύγχρονο mega yacht μήκους 85,6 μέτρων κι αξίας 150 εκατομ. $. Ο εφοπλιστής Προκοπίου έχει παραγγείλει θαλαμηγό 106 μέτρων και αξίας πάνω από 100 εκατ.$. Ο Π. Δράγνης έχει κότερο 82 μέτρα. Έχει γραφτεί ότι η θαλαμηγός του Μελισσανίδη κοστίζει 65 εκατ., του Κούστα 60 εκατ., του Βαφειά το ίδιο κι ακολουθούν άλλοι με ακριβότερα κι άλλοι με φθηνότερα κότερα, όπως Κοπελούζος, Πατέρας, Τσάκος, Αλαφούζος, Δημ. Κωστόπουλος, Ρέστης, Βασιλάκης, Κοντομηνάς, Μαρινόπουλος κλπ. Ο Σπ. Λάτσης νοικιάζει την 117 μέτρων «Τurama», σε μη έχοντες κότερο επιχειρηματίες, αντί 90.000 € τη μέρα !
Μη νομίσετε ότι υστερούμε και στον αέρα. Διακόσια είκοσι ιδιωτικά αεροπλάνα είναι καταγεγραμμένα στα ελληνικά νηολόγια (χώρια όσα είναι σε νηολόγια του εξωτερικού ). Η Μαρ. Λάτση έχει 3 ιδιωτικά τζετ (Boeing 757, Boeing 737 και Gulfstream IV), o Βγενόπουλος 2 (Cesna και Falcon 900), o M.Κυριακού ένα και καλό αξίας 50 εκατ., ο Ρέστης ένα των 47 εκατ., ο Κόκκαλης, ο Μελισσανίδης, ο Τσακίρης, ο Μαρινάκης, ο Θόδωρος κι η Γιάννα Αγγελοπούλου και πολλοί άλλοι. Τα έξοδα συντήρησης ενός τέτοιου αεροσκάφους φτάνουν το χρόνο 1 με 1,5 εκατ. € !
Ο Λ. Λαυρεντιάδης ξόδεψε το Δεκέμβρη 70 εκατ. € κι αγόρασε το 31,3% της Proton Bank αφού πρωτύτερα είχε δώσει 36 εκατ. για το 50% του γηπέδου Καραϊσκάκη και άλλα 86 εκατ. για να ξαναγοράσει τη «Νεοχημική», από την πολυεθνική Carlyle. Έδωσε και κάτι «ψιλά» για ν’ αποκτήσει μερτικό σε κάποια από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας (13,53% στον Πήγασο, που ελέγχει ΜEGA και Έθνος, 9,62% στην Ελευθεροτυπία, κι ελέγχει Flash 9.61, Espresso, City Press, Αthens News, Σφήνα, Ισοτιμία κλπ). Ο Β. Ρέστης αγόρασε το πιο αναγνωρίσιμο τουριστικό αξιοθέατο του Μαυροβουνίου, το νησάκι του Αγ. Στεφάνου, ξοδεύοντας 30 εκατ. € και σχεδιάζει να επενδύσει 50 εκατ. χτίζοντας βίλες σε αυτό.
Έρευνα του Hotels.com (καλοκαίρι 2009) έδειξε πως η ακριβότερη σουϊτα στον κόσμο νοικιάζεται 50.000$ και είναι του Grand Resort στο Λαγονήσι Αττικής!
Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΟΤ, από το Μάρτη του 2005 ως τον Οκτώβρη του 2009, είχαν υπαχθεί στον αναπτυξιακό νόμο (Ν. 3290/04) 1790 επενδύσεις ξενοδόχων προϋπολογισμού 5,7 δισ. € και επιδοτήθηκαν με 2,5 δισ. €. Δηλαδή το 44% ήταν από δικά μας λεφτά. Τζάμπα επενδυτές μιας και τα υπόλοιπα είναι δανεικά από τις δικές μας καταθέσεις στις τράπεζες.
Πάνω που πήγαν να μας πείσουν πως «δεν υπάρχει σάλιο» και λίγο μετά την ανακοίνωση της επιτήρησης, πληροφορηθήκαμε ότι αγοράζουμε 6 γαλλικές φρεγάτες κόστους 2,5 δισ. €, για να υπερασπίζουν τα «εθνικά μας δίκαια» ανοιχτά της Σομαλίας και στον Περσικό κόλπο.Δεν αναφέρομαι καθόλου στις μίζες και στα σκάνδαλα (Siemens, Βατοπαίδι, δομημένα ομόλογα, διαγραφή προστίμου 5,5 δισ. € της «Ακρόπολης» κλπ) γιατί είναι γνωστά. Άλλωστε έχει επιληφθεί κι η ελληνική …«δικαιοσύνη».Ούτε στα 28 δισ. € που τέθηκαν στη διάθεση των τραπεζών και τώρα τα χρησιμοποιούν για να δανείσουν το κράτος σαν κοινοί τοκογλύφοι.
Μπορεί να ζούμε όλοι στην ίδια χώρα αλλά είμαστε δυο διαφορετικές χώρες, δυο διαφορετικοί και αντίθετοι κόσμοι. Δυο κόσμοι μέσα στην ίδια χώρα.Από τη μια ο κόσμος μας: ανεργία, απολύσεις, τρομοκρατία κι εξευτελισμοί στους χώρους δουλειάς, ανασφάλιστη εργασία, μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, συντάξεις των 400€ , μισθοί των 700 €, σύνταξη στα 67, δάνεια και κάρτες, τα φροντιστήρια των παιδιών, η βενζίνη στα 1,4 €, ο 14ος μισθός που κόβεται , η κατάργηση των συμβάσεων, ο φόβος κι η αγωνία για το αύριο.
Κι απ’ την άλλη ο κόσμος τους: τραπεζίτες, επενδυτές, golden boys, βιομήχανοι κι εφοπλιστές, πολυτελείς επαύλεις, ιδιωτικά τζετ, θαλαμηγοί, χειροποίητες Bentley και θηριώδη Hummer, διαμάντια και τσάντες Luis Vitton και Hermes, η Μύκονος, το Κολωνάκι και η Εκάλη, σαλέ και σούσι μπαρ, χαριτωμένοι μόδιστροι και «καλλιτεχνάδες διανοούμενοι λινάτσες», όπως λένε κι οι Active Member. Ένας κόσμος σπατάλης, χλιδής , σαπίλας και παρακμής.Τελικά λεφτά υπάρχουν αλλά όχι για μας. Είναι δικά μας αλλά δεν είναι για μας. Εμείς τα «γεννήσαμε» αλλά δε μας ανήκουν. Φταίμε όμως κι εμείς γιατί όπως λέει κι η παροιμία «αν δεν εγονάτιζε η καμήλα δεν τηνε φορτώνανε».
Η επίθεση που δεχόμαστε από ΠΑΣΟΚ – ΝΔ –ΕΕ και κεφαλαιοκράτες (διεθνείς και εθνικούς) δεν θα σταματήσει ποτέ από μόνη της. Τώρα πρέπει να αναχαιτίσουμε την επίθεση, τώρα να διεκδικήσουμε αναδιανομή του πλούτου, έξοδο από τη ληστρική Ε.Ε. του κεφαλαίου. Για να επιστρέψει πάνω από την Ευρώπη το φάντασμα που κάποτε πλανιόταν, όπως έλεγε ο Μαρξ.
Για ν’ αρχίσουν πάλι να τρέμουν οι ξεσαλωμένες, σήμερα, κυρίαρχες τάξεις.

Δείτε σχετικά: _____________________________________
Λατινοαμερικάνικα μέτρα κατά των εργαζομένων
http://paliakokkinia.blogspot.com/2010/04/blog-post_29.html
Αν έχουν κότσια, να τολμήσουν – Άρθρο του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου
http://paliakokkinia.blogspot.com/2010/03/blog-post_17.html
Πόσο κοστίζει μια πολιτική απόφαση – Άρθρο του Χ.Κ. Λαζαρόπουλου
http://paliakokkinia.blogspot.com/2010/03/blog-post.html
Η αλήθεια των αριθμών – Παρέμβαση του Γιάννη Κυριακάκη

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Ο δρόμος προς τη δόξα

Άρθρο του Δημήτρη Βάρου*

Οι καιροί αλλάζουν ταχύτερα από τις αντιλήψεις μας.
Αν πείτε σήμερα ότι μια κοπέλα μεγαλώνοντας είναι προορισμένη να μένει σπίτι κάνοντας παιδιά, λάντζα και γιουβαρλάκια, θα σας περάσουν για μούμια του Βρετανικού Μουσείου που άρχισε ξαφνικά να μιλάει. Αν ισχυριστείτε ότι τα επαγγέλματα στα οποία μπορεί να έχει πρόσβαση είναι κρατική ή ιδιωτική υπάλληλος, δικηγόρος ή γιατρός, θα σας πουν ότι δεν έχετε προχωρήσει χιλιοστό από όσα σας δίδαξε ο παππούς σας. Κι αν η άποψή σας είναι ότι οι γυναίκες ονειρεύονται σήμερα να κυβερνήσουν εταιρίες, πολυεθνικές, κράτη ή τον πλανήτη ολόκληρο θα σας πουν ότι κοντά πέσατε αλλά είστε τελείως ντεμοντέ.

Τα σημερινά κορίτσια στην συντριπτική τους πλειοψηφία ονειρεύονται να γίνουν σελέμπριτις, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολο να το πετύχουν. Κι’ αυτό γιατί σε άλλες χώρες, μια νεαρή δεν έχει παρά να γίνει απλά διάσημη τραγουδίστρια, ηθοποιός ή μοντέλο, κάτι που αυτομάτως θα την κάνει σελέμπριτι. Εδώ όμως τέτοιες ευκαιρίες παρουσιάζονται πολύ σπάνια. Οφείλει, λοιπόν, πρώτα να γίνει σελέμπριτι και μετά κάτι από τα υπόλοιπα. Αν και τότε πια δεν της είναι απαραίτητο.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, κορίτσια. Η πιο διαδεδομένη πρακτική για να ξεκινήσετε την πορεία προς τη δόξα, είναι να επιδιώξετε να γνωριστείτε με δημοσιογράφους, οι οποίοι σε αντάλλαγμα της φιλίας σας αρχίζουν να γράφουν για εσάς. Παραδείγματος χάριν ότι είστε το νέο φλερτ ενός Ιταλού που παίζει μπιτς βόλεϊ για τη χώρα του. Αμέσως έχετε ένα ισχυρό λόγο να βγείτε στην τηλεόραση και να το διαψεύσετε, κατακεραυνώνοντας τον κίτρινο τύπο που σας έχει βάλει στο μάτι.
Μετά το βάπτισμα του πυρός οι αφορμές για να βγαίνετε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα σε κάθε ιδιωτικό κανάλι είναι άπειρες: Μόλις γυρίσατε από τα ψώνια σας στην Μποντ στριτ του Λονδίνου ή από το σκι σας στο Σεντ Μόριτζ. Έχετε να επιδείξετε το νέο σας εξοχικό στην Αράχοβα, τη νέα σας Μερτσέντες, το νέο σας κουπ, το νέο σας μακιγιάζ ή το νέο σας αποκαλυπτικό ρούχο, πάνω στις κρίσιμες λεπτομέρειές του οποίου ο κάμεραμαν χαίρεται να ζουμάρει συνέχεια.
Φροντίζετε μόνο σε κάθε εμφάνιση σας να ρίχνετε μια ατάκα που θα σχολιασθεί από τα έντυπα την επομένη και έτσι η παρουσία σας στο προσκήνιο θα διαιωνίζεται.
Ατάκα όπως:
«Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην έχει ο καθένας σήμερα τα χρήματα για πλαστική ή μπότοξ». «Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο μου προτιμώ να κάνω γυμναστική παρά να διαβάζω». «Το σπίτι μου στο Λαύριο έχει θέα στον ωκεανό». «Τα τελευταία δέκα χρόνια όταν κοιτάζω στον καθρέφτη βλέπω μονίμως το ίδιο πρόσωπο». «Δοκίμασα 240 μαγιό εκείνο το μεσημέρι. Τελικά νύχτωσε και πήγα στο κλαμπ χωρίς να έχω κάνει μπάνιο».
Κι όλα αυτά χωρίς κανένα κίνδυνο να βρεθείτε κάποτε στην τραγική θέση να βιώσετε «ζωντανά» τον πιο φοβερό εφιάλτη σας। Κανείς δημοσιογράφος δεν θα σας ρωτήσει ποτέ και κανείς τηλεθεατής δεν θα αναρωτηθεί ποτέ τι δουλειά κάνετε και πως βρίσκετε τα προς το ζην. Όλοι ξέρουν.

____________________________________________________________________
* Ο Δημήτρης Βάρος είναι ποιητής, δημοσιογράφος και φωτογράφος। Γεννήθηκε στηη Χίο। Σπούδασε δημοσιογραφία στοο Λονδίνο και διετέλεσε διευθυντής σύνταξης και διευθυντής στις εφημερίδες Χιακός Λαός, Ακρόπολις, Έθνος, Πρώτη, Έθνος της Κυριακής, Τύπος της Κυριακής και σε πολλά οικονομικά, πολιτικά και τεχνικά περιοδικά όπως Ελληνική Ναυτιλιακή, Χρόνος, Κεφάλαιο, Logistics & Management, Car & Truck, Ecotec, Εργοταξιακά Θέματα κ.ά.
Εξέδωσε τα βιβλία Φρύνη, Θηρασία, Ανδρομέδα, Ω ξειν, We are Geeks, Panting with a camera κ.α.

Περισσότερα: http://www.varos.gr/indexgr.htm