«Το να φορτώνεσαι τρελούς
βλάπτει και τον ίδιο τον Διάβολο.»
Γκαίτε, Φάουστ Β΄, Α πράξη
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Γεωργίου Λεμπέση
Στην πολυάριθμη κατηγορία των βλακών προσάπτεται μια μομφή σίγουρα άδικη και επιστημονικά λαθεμένη, όταν αυτοί χαρακτηρίζονται σαν άχρηστοι και περιττό βάρος της κοινωνίας, ή σαν παράσιτα και εκφράζεται συχνά η ανόητη, όπως θα δούμε, ευχή να εκλείψουν.
Εν τούτοις το πρόβλημα των βλακών δεν είναι απλό, όταν υπολογίσουμε την σταθερή και απολύτως αναγκαία θέση την οποία επάξια κατέχουν μέσα στον κοινωνικό διαφορισμό. Οι βλάκες διαιρούνται έτσι σε δυο τελείως αντίθετες μεταξύ τους ομάδες, που διέπονται όμως από τον ίδιο νόμο: του διαφορισμού.
Η πρώτη ομάδα καταλαμβάνει, όπως είναι γνωστό, τις υποδεέστερες θέσεις στην κοινωνία, δηλαδή βρίσκεται στις χαμηλότερες βαθμίδες του κοινωνικού διαφορισμού. Είναι περιττό να τονιστεί πόσο ευεργετική είναι για την κοινωνία η ομάδα αυτή, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε εκμετάλλευση και χωρίς εκμετάλλευση δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Και στην γλώσσα του κοινωνικού διαφορισμού: χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε διαφορισμός, γιατί αντί για ανισότητα θα υπήρχε ισότητα, έστω και από τα πάνω, δηλαδή θα ήσαν όλοι ευφυείς, πράγμα που από την άποψη του διαφορισμού σημαίνει το ίδιο: θα ήσαν όλοι βλάκες. Γιατί ο διαφορισμός, απαιτεί ρητά και ευφυείς και βλάκες και αν περικοπεί οποιοσδήποτε από τα δυο σκέλη του, αναιρείται ολόκληρος. Συνεπώς, χωρίς τον διαφορισμό, που μπορεί να υπάρχει μόνο με την σοβαρή συμβολή των βλακών, δεν υπάρχει κοινωνία.
Τέτοια είναι λοιπόν η τεράστια σημασία των βλακών, η οποία άλλωστε, από όλους αναγνωρίζεται, αν και μόνο στον κοινωνιολόγο είναι επιστημονικά γνωστή.
Η κατακραυγή εναντίον των βλακών προκαλείται άλλωστε από την δεύτερη ομάδα τους, που είναι πιο ενοχλητική από την πρώτη, αλλά κι εδώ αυτή η κατακραυγή, εφ΄ όσον εμφανίζεται σαν λογική κρίση, είναι ακοινωνιολόγητη, δηλαδή αντιεπιστημονική. Με άλλα λόγια, κατηγορούνται οι βλάκες της δεύτερης κατηγορίας ότι «ανάξια κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία». Αλλά αυτή η κρίση προδίδει πλήρη άγνοια μιας μορφής διαφορισμού. Αυτή η μορφή (δεδομένη με φυσική αναγκαιότητα σαν ο νόμος του διαφορισμού) είναι ο στοιχειώδης κανόνας: «δέκα βλάκες εναντίον ενός ευφυούς, δέκα ανίκανοι εναντίον ενός ικανού, δέκα αδύνατοι εναντίον ενός δυνατού κ.ο.κ.». Τούτο το φαινόμενο, κλασσικό, τυπικό και αιώνιο από όταν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία, μέσα απ΄ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, μπορεί να είναι «τυχαίο»; Αλλά τυχαίο είναι κάθε τι που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ποτέ, όμως, το κάθε τι που προ πολλού έχει συλληφθεί στον θεμελιώδη νόμο του διαφορισμού. Και από την άλλη μεριά το ψυχολογικό ελατήριο του συνασπισμού των οπωσδήποτε «κάτω» εναντίον των οπωσδήποτε «πάνω» είναι κιόλας δεδομένο μέσω του ressentiment (μνησικακία). Εδώ, ο συνασπισμός των βλακών είναι μια μηχανική οργάνωση με βάση την αρχή της ελάχιστης προσπάθειας για την αντιμετώπιση ισχυρότερης δύναμης στο πρόσωπο των ολίγων ή του ενός. Η οργάνωση αυτή, περιορισμένης έκτασης, ονομάζεται κοινωνιολογικά κλίκα.
Η έμφυτη τάση του βλάκα, η οποία πολύ συχνά φτάνει σε αληθινή μανία, ν΄ ανήκει σε ισχυρές και όσο γίνεται περισσότερες πάσης φύσεως οργανώσεις εξηγείται, πρώτον από την ευκολία της αγελοποίησης, στην οποία μόνιμα υπόκειται, λόγω έλλειψης ατομικότητας (από εδώ και το μίσος του εναντίον του ατόμου και του ατομικισμού) και δεύτερον, από τον ζωώδη πανικό, από τον οποίο μόνιμα κατατρύχεται, λόγω του δικαιολογημένου φόβου μήπως μπει μέσα σε οποιουδήποτε είδους προλεταριάτο. Η τάση αυτή αποτελεί ακαταμάχητο τεκμήριο για τον βαθμό της πνευματικής του αναπηρίας. Έτσι δημιουργείται αυτόματη συρροή βλακών στις κάθε λογής οργανώσεις, οι οποίες αν είναι συμφεροντολογικές, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων τους, εάν όμως, είναι «πνευματικές» φτάνουν με τον καιρό σε πλήρη βλακοκρατία. (Σε τούτο το φαινόμενο οφείλουν τον εκφυλισμό τους π.χ. ο μασονισμός, οι απανταχού ροταριανοί όμιλοι, όλοι οι «πνευματικοί σύλλογοι» κι αυτή ακόμα η…Κοινωνία των Εθνών (ένα είδος προπολεμικού ΟΗΕ).
Είναι επόμενο λοιπόν, ότι καθώς η λεγεώνα των βλακών σπρώχνεται ακατανίκητα προς την αγέλη και τις οργανώσεις πάσης φύσεως, έτσι υφίσταται και ακατανίκητη έλξη από τις κάθε είδους αγελαίες, αντιατομιστικές και ομαδικές θεωρίες, από τον πάσης φύσεως παρεμβατισμό και την πάσης φύσεως «διευθυνόμενη οικονομία» ή 4η Αυγούστου και ως τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. (Άλλοι είναι οι εκμεταλλευτές αυτών των θεωριών). Με αυτά τα δεδομένα εξηγείται και η χωρίς τελειωμό και πολύ αυστηρή επιλογή βλακών στα ομαδικά συστήματα, που με την βοήθεια μιας πολιτικής βίας κατοχυρώνεται και σαν πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς (4η Αυγούστου) τόσο περισσότερο, όσο η ελευθερία της σκέψης (χρήσιμη μόνο σε όσους διαθέτουν σκέψη) είναι μόνιμα και ιδιαίτερα αντιπαθητική στους βλάκες, γιατί ασκούμενη από τους άλλους, στρέφεται εναντίον τους, κυρίως όταν αυτοί κατέχουν θέσεις μέσα στην εξουσία ή έχουν συνδέσει συμφέροντα μ΄ αυτούς που τις κατέχουν.
Η έλλειψη προσωπικής γνώμης, η κολακεία και η ραδιουργία τους προορίζουν, άλλωστε, ειδικά για τέτοιες καταστάσεις. Επίσης, η ακατανίκητη τάση των βλακών προς τις κάθε λογής αγελαίες εμφανίσεις (κοσμικές συγκεντρώσεις και causerie (κουτσομπολιό) που τρέφεται από τα περιεχόμενα των εφημερίδων και των ραδιοφωνικών εκπομπών, την μόδα κ.λ.π.) και τιμητικές διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα, παράσημα) είναι ύστερα από τα παραπάνω, αυτονόητη.
Αλλά από πού είναι δεδομένη η πραγματική δυνατότητα της αποτελεσματικής δράσης της βλακικής αγέλης; Η δυνατότητα αυτή είναι απόλυτα δεδομένη, αντικειμενικά και ανεξάρτητα από το ψυχολογικό ελατήριο (της μνησικακίας) το οποίο αλλιώς δεν θα είχε καμιά κοινωνική δράση και κατά συνέπεια κοινωνιολογική σημασία.
Η δυνατότητα αυτή είναι δεδομένη από την μοιραία θέση την οποία κατέχουν οι βλάκες στην κλίμακα του κοινωνικού διαφορισμού, θέση στην οποία είναι αναντικατάστατοι (γιατί είναι θέση υποδεέστερη) αλλά και απόλυτα απαραίτητοι για τον όλο κοινωνικό μηχανισμό, που βασίζεται απόλυτα στις κατώτερες βαθμίδες του. πολύ καθαρά φαίνεται η εξάρτηση αυτή των ανώτερων βαθμίδων (και προσώπων) από τις κατώτερες, όπου αυτή παίρνει καθαρά εκβιαστικές μορφές, τις οποίες ξέρουν όλοι οι κοινωνικοί άνθρωποι. Σαν παράδειγμα μπορεί να χρησιμεύσει η παρέλκυση ή το θάψιμο μιας υπόθεσης σε οποιαδήποτε υπηρεσία από κατώτερους υπαλλήλους, η έκδοση εντάλματος συλλήψεως για καταζητούμενο εγκληματία, στην περίπτωση εκείνη που τα κατώτερα αστυνομικά όργανα είναι αλληλέγγυα προς αυτόν κ.λ.π.
Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν πια την επίκαιρη θέση των κατώτερων βαθμίδων (και προσώπων) στον κοινωνικό διαφορισμό, γίνεται απόλυτα νοητή η άνοδός τους στις ανώτερες βαθμίδες, με κοινό μεταξύ τους συνασπισμό που αναδεικνύει εαυτούς και αλλήλους, από την μια μεριά με οργανωμένη αντίσταση (boycotage) προς τα πάνω και παράλυση τυχόν αντίθετων ενεργειών παραγόντων ανωτέρων του, για την ανάδειξη άλλου, πράγματι ικανού, προσώπου κι από την άλλη με οργανωμένη προώθηση δικού τους προσώπου στην ανώτερη βαθμίδα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται κλίκα. Ότι την εξέλιξη αυτή κανείς δεν μπορεί να σταματήσει είναι φανερό, όσο φανερή είναι και η νομοτελειακή συνάρτηση των παραπάνω δεδομένων. Σύμφωνα με την ίδια συνάρτηση το φαινόμενο συνεχίζεται: «ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται». Και ο βλάκας που αναδείχθηκε με τον τρόπο αυτό θα προωθήσει μόνο πρόσωπα κατώτερά του, ώσπου μια βίαιη επέμβαση υπαγορευμένη από την ανάγκη κάποιου άλλου κοινωνικού οργανισμού ή ο φυσικός εκφυλισμός ενός τέτοιου οργανισμού από τα μέσα, επιφέρει κάποια θεμελιώδη ανατροπή ή και το τέλος του βίου του εκφυλισμένου πια οργανισμού. Έτσι π.χ. σε παρόμοια περίπτωση η κοινωνική ομάδα που ανέβηκε το 1910 ανέτρεψε την ιεραρχία των αξιών και των προσώπων και μέσα στον παλαιοκομματισμό και έκανε δυνατή την υπερφαλάγγιση των παλαιών αρχηγών του από νέους (Γούναρη, Στράτο κ.λ.π). Σαν παράδειγμα για την δεύτερη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί η χωρίς καμιά αντίσταση παράδοση της εξουσίας από την παλιά κοινωνική ομάδα στην αναίμακτη «επανάσταση» του 1909. Πολλά άλλα παραδείγματα αποσύνθεσης ορισμένων άλλοτε ισχυρών οργανισμών όπως ο Βενιζελισμός και ο Αντιβενιζελισμός παρατηρούνται σήμερα, για μερικά από τα οποία δίνεται η ανάλυση αλλού.
Αλλά και οι χωρίς συνασπισμό και οργάνωση, χωρίς «κλίκα», ανερχόμενοι βλάκες ή ανίκανοι γενικώς που επικρατούν μόνο ατομικά, βρίσκονται εν τούτοις δεσμευμένοι από τον κοινωνικό διαφορισμό σε ίσο βαθμό με τους οργανωμένους. Γιατί, αντικειμενικά, οι θέσεις που καταλαμβάνουν είναι τέτοιες, ώστε η ανεπάρκειά τους να είναι πλεονεκτική ή ανεκτή, ποτέ, όμως, θέσεις που απαιτούν πραγματικά προσόντα, από τις οποίες, και αν ακόμα φτάσουν σ΄ αυτές, ανατρέπονται και γκρεμίζονται με την πρώτη δύσκολη περίσταση και από κάποιον μεγάλο ή μικρό πνέοντα άνεμο. Έτσι π.χ. πολλοί απ΄ αυτούς κατέλαβαν διαδοχικά πολλά αξιώματα της κοινωνίας και της Πολιτείας όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας, του προέδρου του «Συλλόγου Προστασίας Εγκύων Μυιών», του γενικού γραμματέως της «Γενικής Συνομοσπονδίας Πωλητών Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., αξιώματα βέβαια τα οποία ποτέ δεν θα επιδιώξει ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Σ΄ αυτά τα αξιώματα πρέπει να προστεθούν και τιμητικές διακρίσεις όπως παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κ.λ.π. οι οποίες ανέκαθεν απετέλεσαν ευπρόσδεκτα και έντονα αναζητούμενα θέματα μεγάλων σατιρικών έργων της λογοτεχνίας, στα οποία απαθανατίστηκε ο ανώνυμος αυτός κοινωνικός τύπος.
Την άνοδο του βλάκα διευκολύνουν πολλά ειδικά προσόντα για τον σκοπό αυτόν: η παντελής έλλειψη προσωπικότητας, η οποία εκδηλώνεται με την μόνιμη απουσία γνώμης για κάθε θέμα, με τον φόβο της ενδεχόμενης διαφωνίας με κάθε άνθρωπο, η ολιγόλογη ανιαρότητά του, που θεωρείται από τους αφελείς βαθειά σκέψη και σοβαρότητα, οφειλόμενη στην πραγματικότητα στην ανεπανόρθωτη έλλειψη πνεύματος και πολιτισμού κ.λ.π. Τέτοιοι π.χ. είναι δυο κλασσικοί και αντίθετοι τύποι σοβαροφανών βλακών: ο «ψωνίζων» και ο «causeur». Ο «ψωνίζων» έχει φανερό χαρακτηριστικό την βλακώδη πονηριά στο μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος, όπου, στους ανθρώπους, βρίσκεται συνήθως το πρόσωπο. Η ευφυΐα του, που πιστεύει ότι έχει και ότι την κρύβει προσεκτικά, βρίσκεται στο ν΄ ακούει μόνο αυτά που λένε οι άλλοι σχολιάζοντάς τα με εξυπνακίστικο ηλίθιο μειδίαμα. Δεν απαντάει γιατί δεν είναι «κουτός» βέβαια να «εκτεθεί». Κάθε άνθρωπο πριν απ΄ όλα τον θεωρεί εχθρό του που παραφυλάει να του αρπάξει κάποια εκδήλωσή του με σκοπό να τον «εκθέσει» από κακοήθεια στους εχθρούς του. Κάθε άνθρωπο που από την αρχή εκφράζει την γνώμη του τον θεωρεί χωρίς κανένα δισταγμό «βλάκα», κρύβοντας προσεκτικά ο ίδιος την δική του ευφυΐα πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Έχει την πανέξυπνη άποψη ότι ήσαν ηλίθιοι όλοι όσοι είχαν γνώμη, οι συγγραφείς βιβλίων, ο Κάντ άδικα φιλοσόφησε και ο Μπετόβεν έκανε μεγάλη ηλιθιότητα συνθέτοντας τις μουσικές του συμφωνίες. Η περιφρόνησή του προς τους διανοούμενους και κυρίως τους αγωνιζόμενους και προς τους καλλιτέχνες είναι απέραντη. Τους ευφυολόγους τους θεωρεί γελωτοποιούς προορισμένους να τον διασκεδάζουν και γελάει όχι με τα ευφυολογήματά τους αλλά με την βλακεία τους να λέγουν ευφυολογήματα χωρίς πρακτικό σκοπό. Όλες αυτές τις ανοησίες των αποκαλούμενων ευφυών ο «ψωνίζων» καλύπτει με μειδίαμα αυτοπεποίθησης, συγκατάβασης και μετριόφρονης υπεροχής…
Ο causeur, συνάδελφος του παραπάνω, αποτελεί αληθινή κοινωνική μάστιγα, γιατί θεωρεί σαν causerie το να λέει στους ταλαίπωρους συνανθρώπους του αυτά που διάβασε στις εφημερίδες, αυτά που άκουσε στο ραδιόφωνο, αυτά που του είπαν κάποιοι στο δρόμο, φτάνοντας στα σχόλιά του, όταν αποφασίσει να κάνει σχόλια σε δυσθεώρητα ύψη οξυδέρκειας και πνευματικής χάρης: ότι π.χ. τη νύχτα επικρατεί «αναμφίβολα» σκοτάδι, τη βροχή «οπωσδήποτε» ακολουθεί η υγρασία κ.ο.κ. Σ΄ αυτά καμιά φορά προστίθεται και η «προστατευτική» στάση του απέναντι στους πνευματικά ανώτερούς του, με σκοπό να τους υποτιμήσει στα μάτια του κόσμου κ.λ.π. με γενικό κι ανεπανόρθωτο αποτέλεσμα την κατάκτηση της γενικής «συμπάθειας» του κόσμου και την απονομή του περίφημου διπλώματος του «συμπαθούς», εναντίον του οποίου με σάτιρα που σφάζει ξεσηκώθηκαν όλοι οι πνευματώδεις άνθρωποι των αιώνων, αυτοί που σημάδεψαν τις σελίδες της Ιστορίας, θεωρώντας αυτό, άγνωστο γιατί, σαν την χειρότερη βρισιά.
Τέλος, είναι ενδιαφέρον εδώ, το φαινόμενο μερικών ευφυών ανθρώπων, οι οποίοι διαισθανόμενοι με το ένστικτό τους τον ανυπέρβλητο ρόλο των βλακών και την λαμπρή τους κοινωνική σταδιοδρομία, εννοείται στην «χρυσή» μέση οδό της μετριότητας, αποφασίζουν να παίξουν το ρόλο αυτό, για ν΄ ανέβουν, «κάνοντας την πάπια», όπως ευφυέστατα λέγεται από τον λαό. Αλλά αυτός ο ρόλος είναι εξαιρετικά δύσκολος για δυο λόγους: πρώτον, υποκειμενικά, η ύπαρξη πνευματικής και ψυχικής ζωής έχει, όπως είναι γνωστό, αναπότρεπτες αντανακλάσεις πάνω στην εξωτερική φυσιογνωμία, οι οποίες και με την τελειότερη ηθοποιία, δύσκολα κρύβονται, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ταλέντο μεγάλου ηθοποιού. Η απλή παρουσία του ευφυούς ανθρώπου είναι, κατά κανόνα, για τον βλάκα στο έπακρο προκλητική. Το ψυχολογικό σύμπλεγμα των συναισθημάτων που εξαπολύει σ΄ αυτόν, είναι το ίδιο ακριβώς με εκείνο του καταδιωκόμενου και πανικόβλητου ζώου ή ανθρώπου σε κατάσταση φυγής ή άμυνας. Το μίσος, ο φόβος, η δειλία συμπλέκονται με το θράσος με τέτοιον τρόπο, που δηλώνει για το εξασκημένο μάτι σαφώς σε κάθε φράση, ιδίως «υποτιμητική» ή «ειρωνική», την κατάσταση άμυνας.
Δεύτερον, από την άποψη του βλάκα, η ένστικτη καχυποψία του είναι τέτοια, ώστε η ηθοποιία του ευφυούς να καταντάει μάταιη και η πραγματική του ειλικρίνεια να εκλαμβάνεται για ηθοποιία. Ο βλάκας, σαν πιο κοντινός στο ζωικό βασίλειο, έχει την ένστικτη καχυποψία έτσι ανεπτυγμένη, ώστε να μην μπορεί να διαγνώσει ή να εννοήσει συλλογισμούς και λογικούς υπολογισμούς του ευφυούς, βασιζόμενους όχι στο ένστικτο, αλλά στην διάνοια. Άοπλος και ανυπεράσπιστος απέναντι στους ψυχρούς υπολογισμούς της ξένης διάνοιας, της οποίας ο μηχανισμός είναι σ΄ αυτόν νοητικά απροσπέλαστος, μια και μόνο άμυνα διαθέτει, ακριβώς όπως το ζώο και ο πρωτόγονος άνθρωπος: την ένστικτη καχυποψία. (Έτσι εξηγείται και η φυσική και πνευματική κατωτερότητα των λαών, που βασικά εμπνέονται από την καχυποψία – την οποία με αυταρέσκεια εκλαμβάνουν σαν «ευφυΐα» - απέναντι στους Ευρωπαίους, που δεν την έχουν καμιά ανάγκη, επειδή αντιλαμβάνονται νοητικά τον κόσμο. Απ΄ αυτά φαίνεται επίσης, σαφώς, ότι η καχυποψία και η προερχόμενη απ΄ αυτήν πονηρία είναι ακριβώς το αντίθετο της ευφυΐας σχετικά με τον ρόλο αυτής να εκτοπίζεται πάντοτε από την δεύτερη. Λέμε αντίθετο μόνο σχετικά με τον ρόλο, γιατί η διάνοια δεν είναι κάτι το ανεξάρτητο ή αντίθετο του ενστίκτου, αλλά ίσα-ίσα η ανάπτυξη και ο πλουτισμός του με λογικά μέσα στην αρχική του πάντοτε κατεύθυνση).
Πονηρία είναι η ενεργητική όψη της καχυποψίας και το δεύτερο στάδιό της, δηλαδή η δράση της, δράση όμως ζωικά αμυντικής φύσεως, γιατί προϋποθέτει την «πνευματική» κατωτερότητα και την «πνευματική» αμηχανία του βλάκα, σαν ζώο ενστικτώδους και «πνευματικά» πανικόβλητου. Η απλή καχυποψία είναι άμυνα παθητικής φύσεως, γιατί αποτελεί εγκεφαλική ενέργεια, σχηματισμό συλλογισμών και συμπερασμάτων, που οδηγούν σε «πράξεις» («τον γέλασε» κ.λ.π.) οπότε ενεργεί πάνω σε άλλα άτομα. (Είναι άσχετο το ζήτημα της βλακώδους ποιότητας των συλλογισμών και συμπερασμάτων). Η χρησιμοποίηση κιόλας αυτών των βλακωδών συλλογισμών και συμπερασμάτων, με μια λέξη της πονηρίας, χρησιμοποίηση όμως που επιδρά γενικότερα ψυχολογικώς πάνω σε άλλο άτομο, δηλαδή χρησιμοποίησής της σε συνδυασμό με στοιχεία κατώτατης πνευματικής υποστάθμης (κολακεία, ψέμα, ραδιουργία, συκοφαντία, σωματεμπορία, «συμπαθής» μορφή του βλάκα ακόμα, επίκληση της πολυτεκνίας του, προσφορά ανήθικων και εύκολων υπηρεσιών στο κολακευόμενο πρόσωπο, «χαφιεδισμός», «ξεσκονίσματα», το «κάνει τον καραγκιόζη», ή τον ζιγκολό, χειροφιλήματα στον «Εθνικό Κυβερνήτη», εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων, μεταφορά λαχανικών, κ.λ.π.) τέτοια, λέμε, χρησιμοποίηση της πονηρίας, κατάσταση θετική, ενεργός και προσοδοφόρα, ονομάζεται επιτηδειότητα. (Εδώ εντάσσονται και κάμποσοι «λαμπροί» καλλιτέχνες και λόγιοι που στη ζωή τους πηγαινοέρχονταν στην «Αριστερά», οι οποίοι σιτίστηκαν από την 4η Αυγούστου, ορισμένοι έγραψαν και τους ύμνους του καθεστώτος όπως οι Σκουλούδης, Μυριβήλης, Βρεττάκος. Άλλοι: Απ. Δασκαλάκης, Ν. Τωμαδάκης, Μ. Λουντέμης, Κ. Σούκας, Γ. Βαλέτας, Ν. Παππάς, Ρ. Μπούμη-Παππά, Β. Δασκαλάκης, Α. Τερζάκης, Μ. Κανελής…)
Εδώ συμβαίνει κοσμοϊστορικό γεγονός: ότι η δύναμη αυτών των μέσων επικράτησης των βλακών είναι τέτοια – λόγω της ευτέλειας και της διανοητικής κατωτερότητας των κολακευόμενων προσώπων – ώστε ο βλάκας, κατά παράβαση – φαινομενικά – της βλακείας του, να φτάνει στον σκοπό του και να προωθείται ή να επικρατεί! Δεν γνωρίζουμε όμως, μα την αλήθεια, ποια κατηγορία βλακών είναι εδώ πιο επικίνδυνη και ψυχολογικά η πιο αποσυνθετική για την κοινωνία: εκείνη η οποία κατορθώνει τα παραπάνω, ή εκείνη – γιατί δημιουργείται και δεύτερη – η οποία θεωρεί σαν ευφυείς τους βλάκες που αναφέραμε; (Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι «ευφυέστατοι» εκείνοι αριβίστες πάσης φύσεως του δημοσίου βίου, που πιστεύουν πως δεν έχει καμιά σημασία τι κάνει και τι λέει κάποιος σήμερα και αύριο, γιατί «μέσα στη σύγχυση του λαού λησμονούνται τα πάντα», παραγνωρίζοντας οι άτυχοι το γεγονός, ότι, αν τυχαίνει να «λησμονεί ο λαός», δεν λησμονούν όμως τα στελέχη και οι ηγέτες του, και ότι κι αν ακόμα ολόκληρος ο λαός αποτελείται από λωποδύτες και παλιανθρώπους, αυτός ο ίδιος ακριβώς ο λαός έχει την μοχθηρή αξίωση να μην είναι τέτοιοι οι αναδεικνυόμενοι απ΄ αυτόν, ή εκείνοι οι οποίοι οπωσδήποτε επηρεάζουν τις τύχες του, και που από ένστικτο αυτοσυντήρησης και δικαιοσύνης – γιατί εφοδιασμένοι με περισσότερα μέσα τον ανταγωνίζονται αθέμιτα – επιθυμεί να είναι άσπιλοι, αλλιώς τους τιμωρεί). Γιατί μόνο από την άποψη της δεύτερης αυτής κατηγορίας των βλακών μπορεί να μπει το ερώτημα: ποιος είναι ο βλάκας, αυτός που κολακεύει, ή αντίθετα, αυτός που κολακεύεται; Αλλά δεν αμφισβητείται ότι όλα αυτά τα μέσα «επιτηδειότητας» είναι άσχετα εντελώς με την ευφυΐα και ότι κανείς ευφυής δεν έχει ανάγκη να τα χρησιμοποιήσει, αφού αυτός επικρατεί με την αξία του. ούτε αμφισβητείται ότι είναι τα ευκολότερα «πνευματικώς» μέσα. Ότι ο κολακευόμενος, αν πιστεύει στην ειλικρίνεια του επιτήδειου είναι βλάκας, ούτε αυτό αμφισβητείται. Πώς όμως μπορεί ν΄ αμφισβητηθεί ότι αν ο κολακευόμενος είναι βλάκας, βλάκας είναι υποχρεωτικά κι εκείνος που πείθει έναν βλάκα; Γιατί, αλίμονο, κανείς ευφυής έως τώρα δεν μπόρεσε να πείσει βλάκα και καμιά συνεννόηση δεν πέτυχε ποτέ μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων. «Δυο κεφάλια για να συνεννοηθούν πρέπει να είναι εξ ίσου άδεια ή εξ ίσου γεμάτα» είπε κάποτε επιγραμματικότατα ο πρύτανης της ελληνικής δημοσιογραφίας, διευθυντής της «Νέας Ημέρας» (Ι.Λ.Χαλκοκονδύλης 1874-1951).
Η κλασσική κάθε φορά αποτυχία των ευφυών εκείνων ανθρώπων που κάποτε προσπάθησαν προς στιγμήν να μπουν στον ψυχοδιανοητικό κόσμο των βλακών για να τους πλησιάσουν, με σκοπό να πετύχουν κάτι από τους πανίσχυρους αυτούς εξουσιαστές των υψηλότερων αξιωμάτων, υπήρξε πραγματικά τραγική, έως το σημείο να οδηγηθούν αυτοί οι άτυχοι στην απελπισία, καμιά φορά και στον θάνατο, ενώ ποτέ κανένα σύννεφο δεν διατάραξε την αξιοθαύμαστη σύμπνοια μεταξύ των βλακών. Σαν αναμφισβήτητη συνέπεια η παραπάνω δεύτερη κατηγορία αυτών θεωρεί τους ευφυείς αυτούς βλάκες! Υπάρχει και τρίτη κατηγορία βλακών, πιο κυνική και η οποία με κομψοπρέπεια παροξύνοντας τα πράγματα λέει: «η μεγαλύτερη βλακεία είναι η ευφυΐα!», κρίνοντας ωφελιμιστικά και χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς την…δική της θέση.
Αν ο βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των φτωχών πνευματικών του μέσων, απ΄ την ίδια έλλειψη ανώτερων πνευματικών μέσων οδηγείται και στην απάτη. Όπως είναι γνωστό, απάτη είναι η αποσιώπηση της αλήθειας, ή η παρουσίαση ψευδών πραγμάτων σαν αληθινών. Από τον ίδιο τον ορισμό της συμπεραίνεται ότι, η απάτη δεν εξηγεί την ευφυΐα του απατεώνα – γιατί κάθε άνθρωπος μπορεί να παρουσιάσει ψεύτικα πράγματα σαν αληθινά και ο ίδιος ο βλάκας – αλλά την ευπιστία του θύματος. Ότι λοιπόν ο βλάκας καταφεύγει σ΄ αυτήν σαν διανοητικά ευκολότερο μέσο, επειδή στερούμενος ευφυΐας είναι ανίκανος να μεταχειριστεί έντιμα μέσα είναι αυτονόητο, γιατί έντιμα μέσα, σαν δυσκολότερα, χρησιμοποιεί μόνον αυτός που έχει πραγματική προσωπική αξία. Από πού λοιπόν προέρχεται η πλατιά διαδεδομένη αντίληψη, ότι ο απατεώνας όχι μόνον αποκλείεται να είναι ευφυής, αλλά υποχρεωτικά είναι βλάκας; Αυτή η αντίληψη προέρχεται από την θεωρία του βλάκα σχετικά με την ευπιστία. Συνηθισμένος ο βλάκας να «σκέφτεται» όχι με τον διανοητικό μηχανισμό, αλλά με χοντροκομμένες απ΄ έξω εντυπώσεις, δεν ερευνά τις αιτιοκρατικές σχέσεις, αλλά περιορίζεται στο γεγονός μιας επιτυχημένης απάτης, γεγονός από το οποίο και μόνο συμπεραίνει την βλακεία του θύματός του και την ευφυΐα του απατεώνα.
Νομίζουμε ότι επαρκώς αναλύθηκε ότι η απάτη δεν οφείλεται στην ευφυΐα. Ότι όμως, η ευπιστία του θύματος αποτελεί βλακεία, αυτό είναι αληθινό μνημείο «βλακικής» διάνοιας και πολιτιστικής υποστάθμης. Γιατί η ευπιστία ενός ατόμου που προϋποθέτει τα άλλα άτομα σαν έντιμα (και συνεπώς σαν ευφυή) είναι ασφαλώς το μέγιστο των τεκμηρίων της πνευματικής του ανάπτυξης και του πολιτισμού του. όσο ψηλότερα στις βαθμίδες της ευφυΐας και του πολιτισμού στέκεται ένα άτομο ή ένας λαός (οι Ευρωπαίοι σε σχέση με τους Ανατολίτες) τόσο περισσότερο εύπιστος είναι. Ο τελευταίος των βλακών θα μπορούσε να εξαπατήσει έναν Καντ ή έναν Μπετόβεν και ο τελευταίος των Ελλήνων έναν Ευρωπαίο… Το μειδίαμα του οίκτου που σκορπούν οι «αφελείς κουτόφραγκοι», δημιουργοί των πνευματικών αξιών και εξουσιαστές του κόσμου, πάνω στους δύστυχους «έξυπνους» της Μεσογείου και της Ανατολής, ας είναι η τιμωρία των βλακών για τούτη την «θεωρία» τους!
Ότι ο βλάκας ακολουθώντας την ένστικτη καχυποψία του, βρίσκεται μέσα στην πραγματικότητα, αυτό είναι αναμφισβήτητο και τον τοποθετεί στον κοινωνικό βίο σε «ανώτερη» μοίρα π.χ. του μεταφυσικού, του οποίου ο ενστικτώδης κόσμος έχει πάθει νοσηρή ατροφία σε σχέση με τον διανοητικό του κόσμο, που έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Εάν δεχθούμε, όπως είμαστε υποχρεωμένοι, πρώτον ότι το ένστικτο είναι αλάθητο σαν ανεξήγητο και άφθαρτο, δεύτερον ότι ο κόσμος των ενστίκτων είναι ο κατ΄ εξοχήν φυσικά υγιής κόσμος, τρίτον ότι η κοινωνία σαν συνέχεια της φύσης είναι υγιής οργανισμός που αποτελείται από υγιή άτομα, τότε το συμπέρασμα για την υπεροχή του βλάκα πάνω στο μεταφυσικό στην κοινωνία, είναι συμπέρασμα αναγκαστικό και ανέκλητο, που επαληθεύεται άλλωστε από φυσική αναγκαιότητα, από αυτή την ίδια κοινωνική πραγματικότητα όλων των εποχών και των λαών. Το ότι οι μεταφυσικοί επικράτησαν (όχι άνθισαν) σ΄ εποχές παρακμής των κοινωνιών, δεν είναι «τυχαίο». Ο βλάκας, όπως ειπώθηκε, επειδή διαισθάνεται μέσα στην καχυποψία του την επίθεση από την μεριά του ευφυούς, είναι θεμελιακά μέσα στην πραγματικότητα, γιατί νιώθει σωστά τον κίνδυνο να καταλήξει κοινωνικά στην κάτω τάξη. Εάν με την καχυποψία αυτή και μόνο προστατεύεται από τον φυσικό προορισμό του, αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Είναι φανερό, ότι το ένστικτο αποτελεί μέσο προσανατολισμού και βασικής άμυνας στον πρωτόγονο άνθρωπο, δεν αποτελεί όμως μέσο επικράτησης και υπεροχής στην προηγμένη κοινωνία με προηγούμενο κοινωνικό διαφορισμό και ανάπτυξη των νοητικών μέσων του ανθρώπου (των οποίων η κατά άτομα ανισότητα είναι εξ ίσου φυσικά δεδομένη). Στην περίπτωση αυτή, ο βλάκας μοιάζει με το ζώο το οποίο από ένστικτο ξέρει να γλιτώνει από κάθε κίνδυνο, εκτός από την ανώτερη ωμή βία στη ζούγκλα, μπαίνοντας όμως σε κεντρικό δρόμο μεγαλούπολης, βρίσκεται ξαφνικά κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο είναι άγνωστη κι ακατανόητη γι΄ αυτό μηχανή, που βασίζεται βέβαια κατά τελευταίο λόγο, στο ένστικτο του ανθρώπου, αλλά έχει κατασκευαστεί με το μυαλό του. με ποιον τρόπο βρίσκονται κιόλας οι πνευματικά κατώτεροι άνθρωποι κάτω από τις ρόδες διαφόρων κοινωνικών «αυτοκινήτων», το δείχνει η θέση τους στην κάτω τάξη. Αυτή την «μηχανή» βέβαια, δεν μπορεί να την αποφύγει ο βλάκας, που η άνοδός του είναι αυστηρά περιορισμένη μέσα σε ορισμένα πλαίσια. Τέλος, ότι ο μεταφυσικός, ούτε το ζώο ούτε τον βλάκα μπορεί να περιπλέξει σε ρόδες, αυτό είναι ευνόητο από το γεγονός ότι ο μεταφυσικός καβαλάει τον Πήγασο…
Σχετικά με την προέλευσή τους, διαπιστώνεται πως η παραγωγή βλακών δεν είναι «ταξική». Η πονηρή φύση δεν έδωσε σε μιαν ορισμένη κοινωνική τάξη αυτό το ζηλευτό προνόμιο. Όπως φαίνεται, χάρισε άφθονα στην εκάστοτε άνω τάξη απλώς τους διασκεδαστικότερους τύπους βλακών, αλλά δεν στέρησε καμιά άλλη κοινωνική τάξη από την σοβαρή συμβολή τους…Ο βλάκας υπουργός που άγεται και φέρεται από τους υπαλλήλους του και τα μέλη του εργατικού σωματείου που εκμεταλλεύεται ο πονηρός εργατοκάπηλος, αποτελούν δυο αντίθετα παραδείγματα του γεγονότος, ότι η βλακεία δεν έχει ταξική πατρίδα. Και είναι κυρίως ψυχολογικά τα περιεχόμενα που δημιουργούν τις ποικιλίες και τις παραλλαγές των βλακών. Ο fils ‘a papa (το παιδί του μπαμπά) της πάνω τάξης που λόγω φυσικής ατροφίας του κόσμου του της βούλησης, παίρνει σοβαρά υπ΄ όψιν της ατελείωτη σειρά των απαγορεύσεων της οικογένειάς του καθώς στερείται και πνευματικότητας δικής του, καταντάει στο τέλος τύπος χωρίς την παραμικρή προσωπικότητα. Αυτός ονομάζεται από την τάξη του με πολλή επιείκεια «καλό παιδί» και στην αντικειμενική διάλεκτο θα μπορούσε να ονομαστεί «ευπρεπής βλάκας», ενώ το «παιδί του λαού» στην ίδια περίπτωση ονομάζεται από τον ευφυέστερο και κυριολεκτούντα λαό, πολύ δραστικά «κόπανος». Σημαντικά αυστηρότερη είναι οπότε η φυσική επιλογή μέσα στην κάτω τάξη: π.χ. ο fils ‘a papa στην μαθητική του ηλικία απολαμβάνει την αγωγή, τα μορφωτικά μέσα και τις περιποιήσεις της τάξης του και παραμένει ψυχικά αμείωτος, πράγμα που μεγαλώνει την γελοία αυτοπεποίθησή του στα γεράματά του, και μπορεί να φτάσει ανενόχλητα και σε υψηλά αξιώματα, η δε ατομική του ύπαρξη, πράγμα αχρείαστο, είναι γνωστή στην κοινωνία.
Αντίθετα, το παιδί του λαού, και σκληρότερα χειραγωγείται από τους γονείς και τους συμμαθητές του στο σχολείο, έως την πλήρη ψυχική εξουθένωση με σκληρή υποτίμηση, προπηλακισμούς, φάρσες, βρισιές και βιαιοπραγίες, και δυσκολότερο είναι μετά απ΄ αυτά να ανεβεί στην κοινωνική κλίμακα. Ο βλάκας των λαϊκών τάξεων έτσι, και συμπαθέστερος είναι και άγνωστος και λιγότερο επικίνδυνος και γελοίος σαν σεμνότερος και στερημένος από αυτοπεποίθηση ή έπαρση, από τον βλάκα των ανώτερων τάξεων. Αυτός ο τελευταίος, λόγω ατροφίας της βούλησης και της μαλθακότητας του οικογενειακού του περιβάλλοντος, αποκτάει και αηδιαστικό γυναικωτό χαρακτήρα. Αλλά, το πνευματικό προλεταριάτο κάθε ταξικής καταγωγής είναι ενιαίο.
Τέλος, η ηθική σχέση μεταξύ βλάκα και επιτήδειου ή απατεώνα, είναι απροσδόκητα διαφορετική από εκείνη που νομίζει συνήθως η «κοινή γνώμη». Ο συνηθισμένος κοινωνικός άνθρωπος θεωρεί τον επιτήδειο και τον απατεώνα σαν ανήθικους, αλλά και σαν κατηγορίες του ευφυούς.
Συμβαίνει όμως τελείως το αντίθετο: ο επιτήδειος και ο απατεώνας είναι κατηγορίες του βλάκα. Και να πώς: είπαμε παραπάνω, ότι η πονηρία, εκτός αν είναι μέσον άμυνας των ευφυών όχι εναντίον των βλακών αλλά εναντίον της πονηρίας τους, αποτελεί φυσική ιδιότητα των βλακών και μάλιστα την φυσική συνέπεια του γεγονότος, ότι λόγω ατροφίας του διανοητικού τους μηχανισμού, αποτελεί την μόνη άμυνά τους εναντίον κάθε επίθεσης που έρχεται απ΄ έξω. Από την διαπίστωση αυτής της αλήθειας, μέχρι την παρακάτω αλήθεια, υπάρχει ένα και μόνο βήμα: ότι μόνον ο πνευματικά ανάπηρος έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί ή επικρατήσει. Κανένας άνθρωπος αξίας δεν έχει ανάγκη να γίνει επιτήδειος ή απατεώνας.
Η καθημερινή κοινωνική πείρα διδάσκει ότι τα επίθετα αυτά ποτέ δεν μπόρεσαν να «κολλήσουν» σε ανθρώπους πραγματικής αξίας, που αν υπήρξαν μισητοί, χαρακτηρίστηκαν ίσως σαν «κακοί», σαν «καταχθόνιοι», σαν «γόητες», σαν «τορπιλητές» ή σαν «λιβελογράφοι», ποτέ όμως σαν επιτήδειοι ή απατεώνες, κι όταν ακόμα υπήρξαν συντηρητικοί στις σχέσεις τους με τους υπόλοιπους ανθρώπους και κατόρθωσαν πάντα να προωθηθούν ή να επικρατήσουν! Άλλωστε, απόλυτη εσωτερική συνέπεια της πνευματικής αναπηρίας του βλάκα, είναι όχι μόνο η αγελαία του τάση, όχι μόνον η προώθηση του «πλάτη με πλάτη» με την λεγεώνα των ομοίων του, όχι μόνον η προσφυγή στα πιο φτηνά μέσα της επιτηδειότητας, στην έλλειψη αντίθετης γνώμης, στην προσφορά εύκολων και ανήθικων εκδουλεύσεων και στην κολακεία, αλλά και η συστηματική αποφυγή κάθε σύγκρουσης και κάθε μάχης. Κι όταν ακόμα ο βλάκας με την μορφή του επιτήδειου ή του απατεώνα αναγκαστεί να δώσει μάχη, θα την δώσει με τα ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψέμα, την διαστροφή, την ραδιουργία και την συκοφαντία.
Από δω βγαίνει και το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότητα είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών!