Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Κι αν χρεωκοπούσε η Ελλάδα...


Ανάλυση του κ. Δημήτρη Αλευρομάγειρου,
Αντιστρατήγου ε.α.,
Επίτιμου Γενικού Επιθεωρητή Στρατού

Σε ένα «καταστροφικό σενάριο που κανένας δεν θέλει να φανταστεί σήμερα» αναφέρεται η «Liberation»: την εκούσια έξοδο της Αθήνας από τη ζώνη του ευρώ τον Μάρτιο του 2010. Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα- που φιλοξενεί στο πρωτοσέλιδό της ένα σκίτσο με τρεις φιγούρες στη βάση του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου, οι οποίες ζητούν ελεημοσύνη- η ανακοίνωση θα προκαλούσε πράγματι… σεισμό στη ζώνη του ευρώ, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, παρά τις προσπάθειες που θα είχαν κάνει για να «αποφευχθεί η καταστροφή».

Η υπόθεση στην οποία βασίζεται αυτό το σενάριο είναι ότι τα οικονομικά μέτρα που ζητούν οι διεθνείς οργανισμοί να λάβει η Αθήνα για να της εγκρίνουν νέα δάνεια, προκαλούν ισχυρότατες αντιδράσεις. Για να αποφύγει η κυβέρνηση την πτώση της, υποκύπτει στις εθνικιστικές σειρήνες και ανακοινώνει και την επιστροφή της στη δραχμή.
«Η Ελλάδα θα γινόταν μια δημόσια Lehman Βrother υψωμένη στη δεκάτη δύναμη» σημειώνει ένας οικονομολόγος στην εφημερίδα, η οποία επισημαίνει πάντως ότι σήμερα για την πλειονότητα των οικονομολόγων και των πολιτικών οι πιθανότητες χρεοκοπίας της Ελλάδας είναι μηδαμινές.

Με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Ευρώπη βοήθεια» η γερμανική εφημερίδα «Der Τagesspiegel» σημειώνει: «Οι Έλληνες ζουν σε καθεστώς ανασφάλειας, το κράτος τους κινείται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και οι Ευρωπαίοι εταίροι γίνονται ολοένα και πιο νευρικοί».
Προστασία του ευρώ «Η επιχείρηση “σωτηρία της Ελλάδας” πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του G2», δηλαδή των ΗΠΑ και της Κίνας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει με εκτενές άρθρο του στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» ο Λούτσιο Καρατσόλο, διευθυντής της επιθεώρησης γεωπολιτικής ανάλυσης «Limes» και καθηγητής Πολιτικής και Οικονομικής Γεωγραφίας.
«Η ελληνική κρίση θα είχε καταλήξει σε τραγωδία αν η χώρα δεν απολάμβανε της προστασίας του ευρώ, η οποία πάντως δεν είναι απεριόριστη», επισημαίνει και προσθέτει: «Αυτό δεν είναι μόνο ένα ελληνικό δράμα. Είναι και ένα χρήσιμο παράδειγμα για να κατανοήσουμε τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων εν μέσω μιας οικονομικής καταιγίδας που κάθε άλλο παρά έχει σταματήσει».
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ιταλός αναλυτής «υπενθυμίζει» ότι τις τελευταίες εβδομάδες ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου επιδίδεται σε «φρενήρεις αλλά διακριτικές επαφές» με το Πεκίνο, προκειμένου να πείσει τους Κινέζους να αγοράσουν από τον επόμενο μήνα τουλάχιστον 25 δισ. ευρώ σε ελληνικά ομόλογα. Αυτή η κίνηση υποστηρίζεται, μεταξύ των άλλων, από μερικούς ισχυρούς φίλους του κ. Παπανδρέου στις ΗΠΑ.

«Η Goldman Sachs και η JΡ Μorgan είναι μέσα στο παιχνίδι» αναφέρει ο Λούτσιο Καρατσόλο, ενώ η Κίνα είναι διαθέσιμη να αγοράσει τους ελληνικούς τίτλους. Το αντάλλαγμα που θα ήθελαν οι Κινέζοι είναι να ενισχύσουν την παρουσία τους στο λιμάνι του Πειραιά, βασικό σταθμό για τα κοντέινερ στην Ανατολική Μεσόγειο και προορισμένο να αναπτυχθεί χάρη στη μελλοντική σύνδεση με το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο μέσω των Βαλκανίων.
Η σύνδεση αυτή δεν προβλέπεται να γίνει σύντομα, αλλά «τα πλοία που φέρνουν προϊόντα από την Κίνα και την Ασία προς την Ευρώπη θα μπορούσαν να βλέπουν με όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον τον Πειραιά ως μια εξαιρετική εναλλακτική λύση απέναντι στα λιμάνια της Χάβρης, του Ρότερνταμ και του Αμβούργου για τα οποία απαιτούνται οκτώ ημέρες επιπλέον πλεύσης». Σύμφωνα με τον Καρατσόλο, οι Κινέζοι δεν μιλούν για γεωπολιτικές διεκδικήσεις.
Υπενθυμίζουν ωστόσο ότι οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη είναι κατά πολύ χαμηλότερες από τις ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Κίνα. Επομένως, η πρόθεση του Πεκίνου «εδράζεται σε καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις». Ο Ιταλός αναλυτής αναφέρεται εξάλλου στις «αμερικανικές ρίζες» του κ. Παπανδρέου και τους «δεσμούς του με το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης», για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «πίσω από την Ελλάδα υπάρχει η σκιά των Ηνωμένων Πολιτειών».

Η τελική εκτίμησή του είναι ότι οι ΗΠΑ δεν θα ήθελαν να αφήσουν να χρεοκοπήσει μια χώρα που είναι στρατηγικός σύμμαχός τους στη Μεσόγειο, «ειδικά αυτή την περίοδο που η Ουάσιγκτον εμπιστεύεται πολύ λιγότερο την Άγκυρα».