Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο
Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για
πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών,
με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του
ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928,
έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του '21.
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής
της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα
όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930
συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο
νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον
Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά
με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το
1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε
τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι
το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω
των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας»,
εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές
απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της
Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως
μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια
και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του
θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το
κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε
στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό
της Βοσκοπούλας. Σ' αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική
επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο
μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας
και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο
Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ,
Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή
περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο
Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με
άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε
στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973)
και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ,
για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή
ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον
Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία
κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρου Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το
μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π.
Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ.
Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε
σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το
νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής
λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο.
Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948),
στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη
Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε
στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του
Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη
συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας
ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την
τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των
πνευμόνων.